Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2013

Μνήμες του Εμφυλίου και Δημοκρατία

Αγωνιστές στη Γιάρο, από το βιβλίο Λίθοι στη Λήθη

Μια δημοκρατία στη οποία ο δημόσιος διάλογος δεν διεξάγεται σε υψηλό πολιτικό επίπεδο είναι καταδικασμένη να διολισθήσει σε έκπτωση.

Στοιχεία ενός υψηλού επιπέδου διαλόγου είναι αφενός μεν η ευγένεια, η κοσμιότητα και η ικανότητα επικοινωνίας, δηλαδή κατά κύριο λόγο η ικανότητα ακοής, και αφετέρου η ακριβής και ορθή χρήση της γλώσσας, η λογικά δομημένη και όχι παρελκυστική ανάπτυξη των συλλογισμών, ο ουσιαστικός σεβασμός των εννοιών.

Στοιχείο ποιότητας ενός διαλόγου είναι, εξάλλου, η ορθή κατανόηση και διατύπωση του λόγου εντός του συγκειμένου, εντός του ιστορικού πλαισίου, του οποίου η γνώση είναι επίσης σοβαρότατη προϋπόθεση για κάθε περαιτέρω βήμα.

Έτσι, η ανάπτυξη ενός δημόσιου διαλόγου με όρους του ’40, ’45, ’50 στο σήμερα ανοίγει ενδεχομένως τους ασκούς του Αιόλου, σε μια ήδη βαριά καταπονημένη χώρα. Και σκοπίμως αναπαράγουν με τέτοιους όρους τη συζήτηση όσοι έχουν συμφέρον και επιθυμία να αναζωπυρώσουν ένα κλίμα εμφυλιοπολεμικό, να εγκλωβίσουν έναν λαό σε τεχνητά και επίπλαστα διλήμματα, να επισείσουν τον φόβο μπροστά στο ενδεχόμενο ενός κύκλου αίματος και να σκορπίσουν τον πανικό. Τότε όμως ο δημόσιος διάλογος χάνει παντελώς το στοιχείο του ορθού λόγου και κυριαρχείται από ένστικτα, φοβίες, ανεπεξέργαστα άγχη.

Δυστυχώς όμως, όχι σπάνια, και η άλλη πλευρά, ανεπίγνωστα ίσως, συμβάλλει σε αυτή τη διολίσθηση στο παρελθόν, με τρόπο που δεν είναι ο πιο κατάλληλος, προκειμένου να δει και να αντιμετωπίσει κανείς πραγματικά τα ζητήματα του παρόντος.

Δεν αναφέρουμε όμως τα παραπάνω με στόχο να λησμονήσουμε την ιστορία και τα διδάγματά της. Αντίθετα, είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζουμε βαθιά την ιστορία, καθώς η ιστορική γνώση βαθαίνει τις ρίζες μας και στερεώνει τις σκέψεις. Αλλά ας έχουμε πάντα κατά νου ότι οι ρίζες χρειάζεται να είναι βαθιές, ακριβώς για να μπορεί να αναπτυχθεί ένα δέντρο ψηλό, που κοιτά στον ουρανό και τον ορίζοντα, και δεν γέρνει στο χώμα.

Με το νου στη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, του πολέμου, της εθνικής αντίστασης και αργότερα του εμφυλίου, πέρα από την ιστορική σπουδή και την επιστημονική έρευνα, αξίζει να επισημάνουμε ότι ένας τρόπος να γνωρίσει κανείς την εποχή είναι οι βιωματικές καταθέσεις των ζωντανών μαρτύρων, των παππούδων μας σήμερα. Με όλους τους κινδύνους της υποκειμενικότητας και ενός υπερκατακερματισμού, με τον κίνδυνο επίσης να εκλάβει κανείς το μέρος ως το όλον της εποχής, οι βιωματικές αυτές καταθέσεις είναι πολύτιμες ψηφίδες ενός πλούσιου ψηφιδωτού, που κάποια μέρη του είναι ίσως λίγο φθαρμένα και χαμένα στο χρόνο, εντούτοις το σύνολο αποτελεί μια εικόνα με σαφές σχήμα και μορφή.

Πολύ πολυτιμότερες από τις προφορικές βιωματικές καταθέσεις είναι εκείνες που γράφονται για να διαβαστούν από το ευρύτερο κοινό, και έχουν αξιώσεις λογοτεχνικότητας. Ασφαλώς, εδώ ο λόγος μόνο για τις έντιμες εκείνες καταγραφές που χαρίζουν την ειλικρίνεια της υποκειμενικής ματιάς τους και δεν διέπονται από διδακτισμό, πόσο μάλλον από μια διάθεση χειραγώγησης του αναγνώστη. Αυτές οι μαρτυρίες φέρνουν κοντά την εποχή, τη ζωντανεύουν στη μνήμη μας και την ψυχή μας, με τρόπο όχι κανονιστικό αλλά μέσα από την ποικιλία της ζωής ακόμα και μέσα από τις αντιφάσεις της. Διαβάζοντάς τες κερδίζει κανείς σε συγκίνηση και κάθαρση, αλλά και σε νοητική και βιωματική προσέγγιση της δύσκολης αυτής περιόδου της ιστορίας μας πολυπρισματικά, καθώς το προς επεξεργασία υλικό δίνεται περισσότερο σε κλίμα ανθρωπιάς και όχι σε κλίμα ιδεολογικής περιχαράκωσης.

Η εποχή αυτή έχει «στοιχειώσει» τη νεοελληνική λογοτεχνία και ακόμα την εμπνέει. Μια σειρά από πεζογραφήματα που αφορούν την περίοδο αυτή στεγάζουμε και στις εκδόσεις Μαΐστρος, βιβλία που έχουν αγαπηθεί από το κοινό και πολυδιαβαστεί από τη νεολαία.

***


Θα ξεκινήσω από το τρίτο βιβλίο του βραβευμένου μας συγγραφέα Νίκου Παπανάστου, Ο Αόρατος Κάβος. Εδώ με το βλέμμα ενός τρυφερού και αθώου αφηγητή, ενός παιδιού, περιγράφει ο κυρ Νίκος πρωτοπρόσωπα και αυτοαναφορικά τη μετάβαση από τον παράδεισο της παιδικής του ηλικίας και των ανέμελων προπολεμικών χρόνων στην ορεινή Ηλεία στην κόλαση και τη φωτιά που ξερνούσε όχι τόσο ο εχθρός όσο ο εμφύλιος, διαλύοντας ολοκληρωτικά τον κοινωνικό ιστό ενός χωριού. Αυτή η κόλαση ανάγκασε τον ίδιο, παρά το άγουρο της ηλικίας του να πάρει το δρόμο για τα καράβια τη δεκαετία του ’50, όταν οι προσπάθειές του να βγει στο στίβο της ζωής προσέκρουσαν στην έλλειψη «πιστοποιητικού κοινωνικών φρονημάτων». Μια τυπολογία, που άγγιξε χιλιάδες ανθρώπους και ώθησε πολύ κόσμο σε μια άνωθεν επιβεβλημένη εξωστρέφεια, που θα αγγίξει όσους και σήμερα εξωθούνται σε φυγή με το δεύτερο, σύγχρονο κύμα μαζικής μετανάστευσης, δοσμένη με μια γλαφυρή και δροσερή γραφή.


Σε αστικό περιβάλλον, στην περιοχή των Πατησίων, η Ρίκα Σεϊζάνη μεταφέρει την ανέμελη ζωή των παλιών Αθηναίων, μεταξύ των οποίων πολλών ηθοποιών και ανθρώπων του θεάτρου. Ο πόλεμος και η Κατοχή τα αλλάζουν όλα. Από τις χαρούμενες γιορτές, τα τραγούδια και τους χορούς, η σιωπή θα επικρατήσει. Και θα είναι ηχηρή, καθώς άνθρωποι εξαφανίζονται, άλλοι σκοτώνονται. Η πόλη χωρίζεται στα δυο, το πέρασμα από τη μια μεριά στην άλλη φέρνει κίνδυνο για την ίδια τη ζωή, το θέατρο αποκτά καινούργιες διαστάσεις και οι σκιές γιγαντώνονται. Γείτονες καρφώνουν γείτονες, γείτονες κρύβουν γείτονες, νέα πρόσωπα σφραγίζουν με την παρουσία τους τη γειτονιά. Με κέντρο τη σφοδρή αλλαγή που φέρνει ο πόλεμος, η συγγραφέας μάς περνάει απαλά και με εξαιρετική μαεστρία σε πιο σύγχρονα ζητήματα, όπως αυτό της αντιπαροχής και της συνεπακόλουθης καταστροφής του αστικού ιστού, καθώς και το φευγιό πολλών για Αυστραλία.

Διττά υπηρετεί αυτή τη θεματική η Αρετή Γεωργοσοπούλου με δύο σπουδαία βιβλία. Παρά τη δυνατή, άμεση, πρωτοπρόσωπη γραφή, που συνεπαίρνει τον αναγνώστη, εδώ δεν πρόκειται για αυτοβιογραφικές μαρτυρίες, αλλά για βιογραφίες δύο αγωνιστών της αντίστασης. Η διαφορετική πολιτική τους τοποθέτηση και η εντιμότητα με την οποία η συγγραφέας χειρίζεται, αλλά και αριστοτεχνικά ζωντανεύει το υλικό της, μέσα από πολλή σπουδή, δίνει δύο πολύ ενδιαφέροντα μυθιστορήματα.


Το 33% Αντάρτης αναφέρεται σε έναν ανάπηρο, από φυσική αναπηρία, ήρωα της αντίστασης, τον Νάσο Γ. Η σωματική του αδυναμία δεν τον εμπόδισαν να μετέχει ενεργά σε όλα τα επίπεδα της πάλης κατά του Γερμανού κατακτητή. Με φακό πιο κοντινό, η συγγραφέας μας δείχνει την πορεία του νεαρού της ήρωα στην ανάληψη της ευθύνης, το βάρος της οποίας έφερε ακέραια στους ισχνούς του ώμους. Από την πόλη του Πειραιά, με σύνδεση βέβαια και με το αθηναϊκό κέντρο, αλλά και περάσματα στην επαρχία, ο ήρωας μπαίνει όλο και πιο βαθιά στα της αντίστασης, και πλημμυρίζει από όραμα και σκοπό. Τον ενθουσιασμό που του γεννά η ένταξη στις τάξεις του ΕΔΕΣ, ακολουθεί η πικρή επίγνωση, με τη διαπίστωση του ξεστρατίσματος, από την αντίσταση στον γερμανό κατακτητή σε μια σφοδρή και φονική ρήξη με την άλλη πλευρά. Η συγγραφέας παρακολουθεί στενά και πολύ εύγλωττα αποτυπώνει την ψυχική κατάσταση του ήρωα, ο οποίος περνά στην απογοήτευση. Ο εσωτερικός του κόσμος διαλύεται, αλλά κατόπιν ανασυγκροτείται καθώς ο ίδιος αναλαμβάνει δράση για να σώσει γείτονες, αγωνιστές του ΕΑΜ, από τις φονικές διαθέσεις των «δικών του». «Κανείς δεν είναι ίδιος μετά από έναν πόλεμο», διαπιστώνει η συγγραφέας, και ο αναγνώστης παρακολουθεί ακριβώς αυτή τη μετάλλαξη του ήρωα, που συνιστά βέβαια και τη λογοτεχνική αξία του βιβλίου.


Στο δεύτερο βιβλίο της, και σε μια λογοτεχνικά ωριμότερη ακόμα γραφή, η Αρετή Γεωργοσοπούλου ξορκίζει τη λήθη. Λίθοι στη Λήθη, επιγράφεται το βιβλίο αυτό και θέμα του η ζωή ενός Σαμιώτη αγωνιστή, του Τάσου Σβορώνου. Εδώ, περιγράφεται η πορεία του ήρωα από τη Μέση Ανατολή στις φυλακές, στις εξορίες και τα ξερονήσια, σ’ ένα γελαστό διάλειμμα και κατόπιν πάλι στα χρόνια της χούντας. Από τα μάτια του αναγνώστη περνούν όλα τα πάθη του 20ού αιώνα. Με μια ιστορική, πολιτική αλλά και ψυχολογικά διεισδυτική ματιά, ανατέμνεται η ανθρωπολογία μιας εξουσίας, τα στελέχη της οποίας για χρόνια κατέστρεφαν τον τόπο. Η αυθαιρεσία, η παράνοια και η πλήρης απορρύθμιση της δημοκρατίας, όπως με άλλους –πιο εξελιγμένους τρόπους– επαναλαμβάνεται και σήμερα αποτυπώνονται με ιδιαίτερη ευστοχία... Ο αναγνώστης συγκινείται και ανακαλύπτει συνάμα την ανθρώπινη αντοχή, αλλά μαζί την ελπίδα και το χαμόγελο, που καμιά εξουσία, όσο διεφθαρμένη και αν είναι, δεν μπορεί να σκιάσει.


Στην έντεχνη λυρική γραφή της Τόνιας Μασουρίδου, στο βιβλίο της Γλυσίνα Ακουμπισμένη σε Πεύκο, μαζί με άλλα πολύ ενδιαφέροντα διηγήματα, με σύγχρονους ήρωες της διπλανής πόρτας, ξεχωρίζει με την περισσότερο δραματική και επική του διάσταση το διήγημα «Γιατί κλαίνε τα λουλούδια». Γραμμένο, όπως και τα περισσότερα διηγήματα, «από τη σιγανή μουσική της διάψευσης», με εξαιρετική λεπτότητα θυμίζει την ιστορία δυο αδελφών που αλληλοσκοτώθηκαν με φονικό μαχαίρι, και τα βρήκε στην κάμαρη η δόλια τους μάνα. Η σπαρακτική διάσταση της αφήγησης, σβήνει στους χαμηλούς και γεμάτους ευαισθησία ήχους της γλώσσας και συγκινεί, όπως ακριβώς συγκινεί πάντα τις καρδιές που τραγουδούν το ρουμελιώτικο τραγούδι «Ρούσα παπαδιά».


Τέλος, πιο σύγχρονη θεματική έχει το υπαρξιακό μυθιστόρημα του Γιώργου Ξένου Οι Συνένοχοι, σε τριτοπρόσωπη γραφή. Και εδώ, όμως, το παρόν συμπλέκεται άρρηκτα με το παρελθόν στους προβληματισμούς της ηρωίδας, μιας δυναμικής και ανήσυχης γυναίκας που θέλει να φιλιώσει τα θραύσματα και τα τραύματα του χθες με τις ανάγκες του σήμερα. Φιλοδοξίες, πάθος και έρωτες συναντιούνται με αναπηρίες των πέτρινων χρόνων. Έτσι το μυθιστόρημα διαπλέκεται στις δεκαετίες από τον πόλεμο μέχρι και σήμερα, σε μια εξαιρετικά ρεαλιστική αφήγηση που συνδέει το προσωπικό με το πολιτικό, το χθες με το σήμερα, την πάλη και τον έρωτα σε γλώσσα αληθινή και συχνά αιμάσσουσα.

***

Η συνέχεια... όχι στην οθόνη μιας θεαματικής και επίπλαστης «εθνικής συμφιλίωσης», αλλά στα βιβλιακά σώματα με τη μυρωδιά του χαρτιού και του τυπογραφικού μελανιού, με τους αργούς ρυθμούς της ανάγνωσης και της βαθιάς, ψυχικής άμα και νοητικής, επεξεργασίας. Γιατί η συμφιλίωση δεν επιτυγχάνεται μέσα από φακούς που αλλοιώνουν και στρογγυλεύουν τις όποιες γωνίες και αιχμές του παρελθόντος, αλλά μέσα από την αναγνώριση, αποδοχή και κατάφαση του πόνου, και τη συνειδητή επιλογή μας ως πολιτικών και ιστορικών υποκειμένων να μην είμαστε δέσμιοι του χθες αλλά να χαράξουμε διαφορετική πορεία στο σήμερα και το αύριο.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου