Πέμπτη 30 Μαΐου 2013

Η Αβάσταχτη Αθωότητα του Είναι


της Εύης Βουλγαράκη-Πισίνα

Η διανομή βιβλίων από εφημερίδες έχει απασχολήσει κατά καιρούς τον εκδοτικό χώρο. Και κατά γενική ομολογία θεωρείται βιβλιοκτόνο μέτρο, όχι μόνο με βάση τις αποφάσεις Συλλόγων Εκδοτών αλλά και σύμφωνα με τις εγκυρότερες γνώμες επαρκών αναγνωστών και βιβλιόφιλου κοινού. Η εισπήδηση αυτή των ΜΜΕ σε έναν άλλο επαγγελματικό κλάδο είναι ευκαιριακή. Στηρίζεται στη δύναμη της κυκλοφορίας της εφημερίδας και κατ’ επέκταση επιτυγχάνει ένα χαμηλό κόστος, καθώς διανέμεται σε μεγάλο τιράζ, απευθυνόμενη όχι στην αγορά των βιβλιοπωλείων αλλά κατά κύριο λόγο σε αυτή των περιπτέρων. Η καθαρά τυπογραφική ποιότητα κρίνεται καταρχάς από τη βιβλιοδεσία. Απλώς κολλητά τα βιβλία, και όχι ραφτά, όπως απαιτούν οι προδιαγραφές μιας ποιοτικής, εμπορικής (και όχι καλλιτεχνικής) βιβλιοδεσίας, γίνονται φύλλο και φτερό στην πρώτη ανάγνωση. Ανάλογος είναι και ο χρόνος της κυκλοφορίας τους. Ταχυκίνητο το προϊόν, κάτι σαν το γάλα. Απωθητικά χαμηλής ποιότητας είναι το χαρτί, που συνήθως τρίβει στα χέρια. Επόμενο είναι να υπάρχουν παράπονα για τις μεταφράσεις, την επιμέλεια, τον σχεδιασμό της έκδοσης και ό,τι συνιστά γενικότερα την ουσία της τυποτεχνίας. Κάποιες φορές τα προβλήματα αυτά αντιμετωπίζονται χάρη στη σύμπραξη με συστηματικούς εκδότες βιβλίων, μια σύμπραξη που ενδεχομένως αποφέρει μια καλή ένεση ρευστότητας στους τελευταίους, εντούτοις δεν είναι παρά μια αυτοκτονική πρακτική.

Γενικώς, τα βιβλία στην ελληνική γλώσσα κυκλοφορούν σε μικρό τιράζ, και πραγματικά ελάχιστοι είναι οι συστηματικοί, ακόμα λιγότεροι όσοι μπορούν να ενταχθούν στην (αόριστη κάπως) κατηγορία των επαρκών αναγνωστών. Οι αιτίες πρέπει να αναζητηθούν με προσοχή, αλλά δεν είναι του παρόντος.

Η διανομή βιβλίων μέσω των εφημερίδων συρρικνώνουν ακόμα περισσότερο τους ευάριθμους πελάτες των εκδοτικών οίκων. Έτσι, στην πραγματικότητα η τιμή του βιβλίου ανεβαίνει, καθώς πρέπει κανείς να αποσβέσει την επένδυσή του σε μικρότερο αριθμό αντιτύπων. Με δεδομένη την οικονομική κρίση και την αντιμετώπιση του βιβλίου ως είδους πρώτης ανάγκης μόνο από λίγους και εκλεκτούς, εκδοτικοί οίκοι κλείνουν ή φυτοζωούν, αδυνατώντας να ανταπεξέλθουν σε υποχρεώσεις ή να στηρίξουν ένα φιλόδοξο εκδοτικό πρόγραμμα. Συρρίκνωση των πωλήσεων, συρρίκνωση του κλάδου, περιορισμός των επιλογών και δυνατοτήτων του ελληνόγλωσσου κοινού.

Ο θεσμός της Γιορτής Βιβλίου προσφέρει μια ευκαιρία στους εκδότες να έρθουν σε απευθείας επαφή με το κοινό τους. Και στο κοινό να επιλέξει από μια μεγάλη γκάμα παλαιότερων και νέων τίτλων, να ενημερωθεί, να καταγράψει και ενδεχομένως να προμηθευτεί βιβλία, είτε άμεσα, είτε αργότερα στο βιβλιοπωλείο της επιλογής του.

Η Γιορτή Βιβλίου φέτος διαρκεί από τις 24 Μαΐου μέχρι τις 9 Ιουνίου. Περιλαμβάνει 3 Σαββατοκύριακα, εκ των οποίων το Σαββατοκύριακο κλειδί είναι το δεύτερο. Το πρώτο έχει συνήθως αναγνωριστικό χαρακτήρα και στο τελευταίο έχουν όλα σχεδόν ήδη συντελεστεί. Στο ενδιάμεσο Σαββατοκύριακο επενδύεται η ελπίδα των συμμετεχόντων για είσπραξη, και δη σε συνθήκες κρίσης. Γιατί για ένα μεγάλο μέρος των εκδοτών που μετέχουν στην έκθεση, το κόστος της συμμετοχής είναι υψηλότατο σε σχέση με τις προσδοκώμενες πωλήσεις, σε σημείο να μην είναι βέβαιο ούτε καν αν θα καλυφθεί. Ας μη γίνει λόγος για εργατοώρες στους μικρούς και κόστος προσωπικού στους λίγο μεγαλύτερους.

Σε αυτό ακριβώς το Σαββατοκύριακο είχε την ιδιοφυή ομολογουμένως επινόηση το Βήμα FM να οργανώσει παράλληλα Παζάρι Βιβλίου στους κήπους του Μεγάρου Μουσικής. Ο σκοπός φιλανθρωπικός. Το γεγονός διαφημίζεται με εκτενέστατο ρεπορτάζ στο Mega Channel και τα άλλα media. Βιβλία χαμηλού κόστους προσφέρονται εκεί, και μάλιστα ενισχύουν κοινωνικούς σκοπούς. Είναι φανερό ότι το σχέδιο με τις πωλήσεις βιβλίων στο περίπτερο δεν είχε πάντα την αναμενόμενη απήχηση και σωροί στοιβάζονται τα επιστρεφόμενα βιβλία στις αποθήκες του λαμπρακικού συγκροτήματος. Γιατί αυτά να πολτοποιηθούν και να μη χρησιμεύσουν για τη διαφήμιση του Βήματος FM, σε συνδυασμό με την καλή πράξη; Ξεστοκάρισμα, ρευστοποίηση, με «ένα σμπάρο, πολλά τρυγόνια».

Δεν θα είχε κανείς αντίρρηση, αν η ευαισθησία της φιλανθρωπίας του λαμπρακικού συγκροτήματος λάμβανε τη στοιχειώδη πρόνοια, ώστε το παζάρι της να μη λειτουργεί ευθέως ανταγωνιστικά στην ταυτόχρονη Γιορτή Βιβλίου.

Δεν μπορεί παρά να αναρωτηθεί κανείς ως προς τη χρονική επιλογή, αν πρόκειται για συγκυρία ή τυχόν συνιστά ένα ακόμα πρόσχημα για χτύπημα στους μικρούς εκδότες, και κατά συνέπεια ολοκληρωτικό έλεγχο της αγοράς.

Ο Δήμαρχος Αθηναίων κ. Καμίνης έλαμψε διά της παρουσίας του στο Παζάρι του Βήματος FM. Εντούτοις, ο Δήμος είναι επίσης χορηγός της Γιορτής Βιβλίου. Συνδιοργανωτής της Γιορτής είναι εξάλλου και η Περιφέρεια, αλλά και κυρίως ο ΣΕΒΑ (Σύνδεσμος Εκδοτών Βιβλιοπωλών Αθήνας).

Αναρωτιέται καλόπιστα κανείς: Οι διοργανωτές και συνδιοργανωτές της Γιορτής Βιβλίου δεν έχουν στοιχειώδεις θεσμικές υποχρεώσεις;

Συγκεκριμένα ο ΣΕΒΑ, εκτός από το να εισπράττει το παχυλότατο παράβολο συμμετοχής, σε σχέση με τις ισχνές εισπράξεις, δεν έχει ευθύνη να προστατεύει τους εκθέτες του; Μήπως θα πρέπει να ζητήσουμε ρήτρα εξασφάλισης, ιδίως αν διαπιστώνεται ολιγωρία της διοργάνωσης;

Και ο κύριος Καμίνης δεν θα έπρεπε να γνωρίζει πόσο καταστροφική είναι η ευθέως ανταγωνιστική λειτουργία του Παζαριού για τους εκδότες που μετέχουν στη Γιορτή Βιβλίου;

Ας μην δηλητηριάζουμε όμως με αρνητικές σκέψεις τη χαρούμενη ατμόσφαιρα της κοινωνικής προσφοράς του Βήματος FM, που στηρίζεται άλλωστε από τόσους και τόσους χορηγούς. Και ας μην καταλογίσουμε στους ιθύνοντες ανευθυνότητα, αν μη τι άλλο. Κακό που δεν διορθώνεται, ας το απολαύσουμε… Ας απολαύσουμε την αβάσταχτη αθωότητα του είναι.

Η εικόνα είναι πίνακας της Ε.Β.-Π. ©

Τρίτη 28 Μαΐου 2013

ΛΔ΄Πανελλήνιο Ιστορικό Συνέδριο, 31 Μαΐου-2 Ιουνίου 2013

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ 
της 
ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ.




Από την Παρασκευή 31 Μαΐου έως την Κυριακή 2 Ιουνίου 2013 στο Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης (Μέγαρο Μπίλλη, Πλατεία Ιπποδρομίου) θα πραγματοποιηθεί το ΛΔ΄ (34ο) Πανελλήνιο Ιστορικό Συνέδριο που οργανώνει η Ελληνική Ιστορική Εταιρεία σε συνεργασία με τον Τομέα Αρχαίας Ελληνικής και Ρωμαϊκής, Βυζαντινής και Μεσαιωνικής Ιστορίας του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ. υπό την αιγίδα του Δήμου Θεσσαλονίκης.


Στην Τελετή Έναρξης θα διεξαχθεί συζήτηση Στρογγυλής Τραπέζης (Παρασκευή 31 Μαρτίου 2013, ώρα 19:00, Μέγαρο Μπίλλη, Πλατεία Ιπποδρομίου) με θέμα: Η βία από ψυχολογική, πολιτική και κοινωνική άποψη.
Εισηγητές:
Δρ. Κλεάνθης Γρίβας, ψυχίατρος, νευρολόγος
Νικόλαος Ιντζεσίλογλου, Καθηγητής Νομικής Σχολής Α.Π.Θ.

Συντονίζει η Βασιλική Παπούλια, Ομότιμη Καθηγήτρια Α.Π.Θ. 

Το Πρόγραμμα του Συνεδρίου:





Σάββατο 25 Μαΐου 2013

Ἐκπαιδευτικὴ Κοινότητα: Σκεπτικισμὸς Ἀδύναμων Μυαλῶν


τοῦ Δημήτρη Πτολεμαίου

Πολλὰ ἔχουν δηλητη­ριά­σει τὴν ἐκπαιδευτικὴ κοινότητα. Θὰ τὰ συνέθετα στὴν ἔκφραση: σκεπτικισμὸς ἀ­δύ­ναμων μυαλῶν (καὶ νὰ μὲ συμπαθᾶτε ἂν ἀκούγεται καταρχὰς γενι­κευ­τι­κὰ προσβλητικό) ἢ ἄκριτος σκεπτικισμός (συναι­σθη­ματικῆς παρόρμησης). Ἀπογοητεύσεις ἀπὸ προοδευτικὲς πολιτικὲς στρατεύσεις, οἰκονομικὴ ἀνα­σφά­­λεια, αἴσθηση κοινωνικῆς μοναξιᾶς, δυσπιστία ἀπὸ ἔλλειμμα ἐμπι­στο­σύ­νης στὴ συλλογικότητα, κ.ἄ. παρόμοια ὅλα αὐτὰ ἔχουν σακατέψει τὸ φρό­νημα τοῦ κλάδου. Σίγουρα, ὁ νέος ἄνθρωπος ποὺ ἐκτί­θεται στὸν ἄνε­μο τοῦ κόσμου (ὁ νέος ἄνθρωπος ποὺ ὑπήρξαμε ὅλοι) δὲν ξέρει πῶς ν’ αὐ­το­προ­στατευθεῖ ἀπὸ τὰ δόκανα τῶν στρα­τεύσεων καὶ τῶν ὑποχρεώσεων· ἀλ­λὰ δὲν εἶναι λόγος αὐτὸς γιὰ νὰ γερ­νᾶ σὰν τὸ λύκο τῆς παροιμίας (ποὺ «μή­τε τὴ γνώμη του ἄλλαξε μήτε τὴν κεφαλή του»). Ἔχετε δεῖ πό­σοι συ­νά­δελφοι παριστάνουν τοὺς Νέ­στο­ρες τῆς πολιτικῆς κονίστρας ξεφεύ­γο­ντας, μὲ μύδρους καὶ ἀρὲς πρὸς κάθε κατεύθυνση, ἀπὸ τὴν εὐθύνη νὰ πά­ρουν θέση σὲ ἐπιτακτικὰ διλήμματα, σὲ ζοφερὲς προ­κλήσεις, σὲ προ­πη­λα­κι­σμούς; Ἔχετε προσέξει πόσοι ἄλλοι δὲν μιλοῦν (κι ἂς τοὺς προδίδει ἡ «ἠ­χη­ρὴ σιωπή» τους) ἐνόσω χτυποῦν τὰ τύμπανα τοῦ πολέμου; Ἔχετε ἀ­πο­­τιμήσει τί σημαίνει (ποῦ θὰ κα­τα­λή­ξει, ποῦ θὰ μᾶς ὁδηγήσει) ἡ παρ­ρη­σία, ἐπ’ ἐσχάτων (ἐνίοτε καὶ χαριέντως ἢ πνευματωδῶς), μερικῶν συ­να­δέλ­φων σὲ τοποθετήσεις μέχρι καὶ κατά­φω­ρα ἀντιδραστικές; Πολὺ-πολὺ κα­κὰ σημάδια. Μᾶς διαί­ρε­σαν. Μᾶς κομμάτια­σαν. Μᾶς ξεγέλασαν. Μᾶς ἔ­χουν «πετάξει στὰ σκυλιά». Καὶ πῶς τὸ κα­τά­φεραν;


Μὲ τὴν πλαστογράφηση τῆς κοινωνικῆς μας ταυτότητας. Μᾶς ἔπεισαν πὼς ὑπάρχουν πολλὲς ἀνα­γνώ­σεις τῆς πραγματικότητας ἀκόμα καὶ σ’ αὐ­τὸ τὸ ἐπίπεδο! Καὶ ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε τὰ ἐξουσιοδοτημένα ὑπο­κείμενα τῆς πολυφωνίας πάνω στὰ χρειώδη καὶ τὰ μονοδιάστατα... Ὅτι εἴμαστε μόνοι, ἀδύναμοι, καὶ δὲν ὑπάρχει προστασία γιὰ κανέναν, σὲ κανέναν σχη­μα­τι­σμό, μὲ κανέναν τρόπο. Ὅτι εἴμαστε, ταυ­τό­χρονα, μεγαλοφυεῖς ἀναλυτές (ἐ­πιστήμονες δά) καὶ περιδεὴ ζαγάρια! Συνάδελφοι, ὅλα τὰ προη­γού­με­να χρόνια δὲν μεταταχθήκαμε κοινωνικὰ ἐπὶ τῆς οὐσίας μᾶς ἀποπρολεταριοποίησαν κα­τὰ τοὺς τύπους καὶ πρό­σκαιρα. Ἀπόδειξη: τώρα πολὺ εὔκολα τραβοῦν τὸ χαλὶ κάτω ἀπ’ τὰ πόδια μας ἀνενόχλητοι. Δὲν εἴμα­στε σὰρξ ἐκ τῆς σαρ­κός τους. Εἴμαστε κοψίδια, ματωμένα ξεσκλίδια, ἑνὸς ἄλλου σώματος, ποὺ ἐννοοῦ­με ν’ ἀφήνουμε διαμελισμένο.

Ἂν ὁ σκεπτικισμὸς δὲν μεταμορφωθεῖ σὲ θετικὴ ἀγωνιστικὴ δύναμη, θὰ ἔχουμε τὸ δικό μας μερίδιο εὐθύνης στὴ διαφαινόμενη ἥττα τῆς δημόσιας παιδείας. Ἀντίθετα, οἱ ἐκπαιδευτικοὶ μποροῦμε πολὺ περισσότερα ἀπὸ ὅ,τι νομίζουμε.

Ἀπόσπασμα Εἰσήγησης τοῦ 2013 σὲ μιὰ Γενικὴ Συνέλευση ΕΛΜΕ τῆς Ἀττικῆς

Παρασκευή 24 Μαΐου 2013

Πόσο Βαριά είναι τα Βιβλία!


Μια Ιστορία Καθημερινότητας

 
της Εύης Βουλγαράκη-Πισίνα

Και να θέλεις να κοιμηθείς δεν γίνεται. Γιατί είναι η μέρα που ξεκινά. Κατά συνέπεια, η νωχελικότητα, η όποια έχει απομείνει ως άμυνα στους ξέφρενους ρυθμούς, δεν προσφέρεται για σήμερα. Αντίθετα, η προθέρμανση ξεκίνησε όλες τις προηγούμενες μέρες.

Από το πρωί, πρώτη μέρα Γιορτής Βιβλίου, οργασμός εργασίας.

Πού είναι οι αφίσες; / Εκεί που τις φυλάξατε την προηγούμενη φορά.

Νάιλον έχουμε; / …

Για τα καινούργια βιβλία, που δεν είναι στον κατάλογο, κατασκευάστηκαν τα έντυπα; / Στο φλασάκι!

Αφίσες δεν βρίσκω.

Κάθομαι επειγόντως να αναζητήσω τις αφίσες στα ηλεκτρονικά αρχεία του ατελιέ και να κατασκευάσω κάποιες καινούργιες. Ταυτόχρονα φωνάζω:

Εκπτωτική πολιτική; / Κανονίστηκε!

Δεν έχω κουράγιο να ρωτήσω περισσότερα, αρκεί που το έχει αναλάβει άλλος, αρκεί που κάποιος έχει μεριμνήσει.

Τι θα γίνει, αργούμε, τελειώνεις; με ρωτούν πιεστικά, γιατί έχουν ήδη φορτώσει το αυτοκίνητο… Δεν χάνεται ο κόσμος αν δεν έχουμε αφίσες την πρώτη μέρα, μου λένε αυστηρά.

Εγώ πάλι πιστεύοντας ότι χάνεται ο κόσμος, κλείνω κλείνω κλείνω, με την τσίμπλα στο μάτι και τις ρίχνω στο φλασάκι.

Φεύγουν και προσπαθώ να ξελαχανιάσω. Έτρεχα μεταφορικώς, αλλά λαχάνιαζα κυριολεκτικώς.

Θα πάνε, θα δουλέψουν όλη μέρα και το καταμεσήμερο θα ξεφορτώσουν στο Πεδίο του Άρεως, θα «στήσουν πάγκο». Στις 6 το απόγευμα θα πεθαίνουν από την κούραση, αλλά θα χαμογελάνε. Θα παραγγείλουν φραπέ και θα ελπίσουν να έχει κόσμο η έκθεση, αλλά να μην έρθει κανείς πριν περάσει ακόμα μισή ώρα τουλάχιστον.

Θα βγάλει τα έξοδά της; θα αναρωτηθούν. Αυτό απασχολεί πια κάθε μικρό εκδότη, ενώ ο κόπος δεν τον απασχολεί, και σχεδόν δεν τον κοστολογεί.

Όμως, κάθε μικρός εκδότης έχει μεγάλη χαρά να συναντηθεί προσωπικά με τον κόσμο, που είναι συνάμα και κοινό του εκδοτικού. Και να ακούσει από κάποια αθώα, αλλά γλυκύτατα στόματα, το «τι ωραία δουλειά, να ασχολείται κανείς με τα γράμματα!»

Ναι, χαίρεται να του θυμίζουν οι άλλοι αυτό που κοντεύει ο ίδιος να ξεχάσει, ζωσμένος από οικονομικές υποχρεώσεις και καθημερινό κυνήγι, ιδρώνοντας από τα κουβαλήματα.

«Ναι, είναι βαριά τα γράμματα», θα απαντήσει ο εκδότης με τρόπο δισήμαντο, κι ο βιβλιόφιλος πελάτης θα συμφωνήσει και θα πει κάτι για την παιδεία των νεοελλήνων.

«Παιδεία, μεγάλη κουβέντα ανοίξαμε», θα μελαγχολήσουν κι οι δυο, εκδότης και βιβλιόφιλος.

Τετάρτη 22 Μαΐου 2013

Μια Ανάγνωση του Σεφέρη μέσα από ένα Βιβλίο


του Μιχάλη Γ. Μερακλή

Ο κύριος Χρήστος Αντωνίου μας χαρίζει με το βιβλίο του Εννιά Γοργόνες και Χιλιάδες Άρματα Δρεπανηφόρα: Σπουδή στον Σεφέρη, εκδόσεις Μαΐστρος, 2008, δίπλα σε άλλα, άλλων, ένα ιδιαίτερα χρήσιμο όργανο για την κατανόηση του ποιητικού έργου του Γιώργου Σεφέρη. Ποιητής και ο ίδιος, έδωσε κιόλας στο βιβλίο έναν ποιητικό και υποβλητικό τίτλο, συζευγνύοντας δύο στοιχεία: τις εννιά φορές, όπου ο Σεφέρης μνημονεύει, ως το 1937, τη γοργόνα με ένα κεντρικό νόημα, αλλά και άλλα επιμέρους νοήματα, και ένα ημιστίχιο από το ποίημα «Ο Γυρισμός του Ξενιτεμένου», που το έγραψε γυρίζοντας από την Κορυτσά (άνοιξη του 1938), όπου υπηρετούσε, κι ενώ στην Ελλάδα είχε εγκαθιδρυθεί για καλά η μεταξική δικτατορία. Εξηγεί ο κ. Αντωνίου γιατί η αναφορά στη γοργόνα σταματά το 1937, ήδη στην εισαγωγή του: «το πλούσιο όραμα που συμβόλιζε η “γοργόνα” απομακρύνεται οριστικά». Εξηγεί και τη διατύπωση του Σεφέρη («χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα»),
με αναφορά στον πόλεμο, που τα προαναγγέλματά του στέλνει στον κόσμο ο Χίτλερ, αλλά και ο Μουσολίνι.


Εν σχέσει με τη γοργόνα γράφει ακόμα εισαγωγικά ο κ. Αντωνίου: «Η χειροποίητη ποιητική συλλογή του, Ημερολόγιο Καταστρώματος, Β΄, που έχει στο εξώφυλλό της μια ανάπηρη γοργόνα, αποκαλύπτει το οδυνηρό βίωμα του ποιητή στη διάρκεια του πολέμου, τη θετική στάση του απέναντι στην εθνική αντίσταση, τις καλές προθέσεις του για συμφιλίωση των παρατάξεων, την κριτική του για την ιδιοτέλεια των Ελλήνων πολιτικών στην Αίγυπτο, την ανησυχία του για τον εμφύλιο που ερχόταν». Ο κ. Αντωνίου με ευχαριστεί στον πρόλογό του γιατί, όπως γράφει, διάβασα τα κείμενά του και τον παρότρυνα να τα εκδώσει. Πράγματι, άξιζε να δουν το φως της δημοσιότητας τα κείμενα αυτά, τα οποία, εν πρώτοις, διδάσκουν γλώσσα, μ’ ένα λόγον άξιο ενός καλού φιλολόγου, άρτιο στην καθαρότητά του, σαφή –για όχι ιδιαίτερα σαφή ποιήματα–, άρα και παιδαγωγικά ευεργετικό. Και άξιζε ακόμα να δημοσιευτούν για να δώσουν, και αυτά, την αφορμή για μια σκόπιμη συζήτηση, καθώς ο καιρός αυτός το ζητεί. Ύστερα από μια μακρά περίοδο αποκλειστικά Ο καταφατικής, χωρίς ίχνος σχεδόν κανένα επιφύλαξης, αντιμετώπισης του Σεφέρη, εμφανίστηκε, εδώ και λίγον καιρό, μια κατάσταση αμφισβήτησης ή όχι απολύτως αποδοχής. Χαρακτηριστική ίσως είναι η παράγραφος, με την οποία κλείνει την εισαγωγή του και ο κ. Αντωνίου και στην οποία, με την ευπρέπεια και τη
διακριτικότητα, που διακρίνει τον όλο βίο και τη συμπεριφορά του, σχεδόν απολογείται για μια «καλοπροαίρετη κριτική», που διατυπώνεται «σε λίγα σημεία» του κειμένου του.

Θα σταθώ, ενδεικτικά, στο πρώτο ποίημα που ερμηνεύει ο κ. Αντωνίου. Είναι το ποίημα «Πάνω σ’ έναν Ξένο Στίχο». Στην ερμηνεία του ο κ. Αντωνίου επωφελείται αποτελεσματικά (όπως και άλλοι μελετητές του ποιητή) από τις Δοκιμές, τις Μέρες (ημερολόγιό του), την αλληλογραφία του με άλλους. Στη συστηματική προσέγγισή του υποστηρίζει, ότι το ποίημα, κατά βάση, αφορμήθηκε από την αλληλογραφία που είχε ο Σεφέρης εκείνο τον καιρό, ευρισκόμενος στο Λονδίνο, με τον Θεοτοκά· και
κυρίως από το γράμμα του τελευταίου, σταλμένο το Fεκέμβριο του 1931 στον ποιητή, που του απαντά τον Ιανουάριο του 1932. Ο Θεοτοκάς εκδηλώνει, και εδώ, τη διάθεσή του να ασχοληθεί κάποτε και με την πολιτική. Θέλει να αποπειραθεί, όπως λέει, μαζί με λίγους άλλους, «μιαν ανόρθωση του ιδεαλισμού και της ελευθερίας σκέψης», που την περιορίζει το δόγμα, καθώς πιστεύει, ότι αυτά πολεμούνται, σ’ εκείνη την εποχή από τους εκπροσώπους του μαρξισμού (με επικεφαλής το Γληνό). «Πρόκειται επίσης να επιδιώξουμε», του γράφει ο Θεοτοκάς, «την αντικατάσταση του καπιταλισμού με τέτοιον τρόπο, ώστε να μην κοπεί η συνέχεια του πολιτισμού».



Ο Σεφέρης, στην απάντησή του δεν συμφωνεί με αυτά. Ο λογοτέχνης, υποστηρίζει, οφείλει ν’ ασχολείται μόνο με αυτό που ξέρει: τη λογοτεχνία. Άλλωστε το κοινωνικό πρόβλημα της εποχής («αρρώστια», το λέει), στην Ελλάδα δεν είναι παρά «καθαρά» πνευματικό: «εκείνο που λείπει», γράφει, «στην Ελλάδα είναι η πίστη σε ορισμένες διαρκείς αξίες». Καταλήγει σημειώνοντας, ότι έγραψε το γράμμα του αυτό, γιατί τον «φοβίζουν οι μεγάλες λέξεις», «πολιτικοκοινωνική θεωρία», «αντικατάσταση του καπιταλισμού» (λέξεις που έχει χρησιμοποιήσει ο Θεοτοκάς στο δικό του γράμμα).

Αναλύοντας ο κ. Αντωνίου το ποίημα, διακρίνει καθαρά την πίστη του Σεφέρη στη μακρότατη διάρκεια του ελληνισμού, από τον Όμηρο ως το σύγχρονο απλό λαό (της Ανατολής, που τον έχει γνωρίσει) απ’ την οποία μπορούμε και να αντλήσουμε τις «διαρκείς ανθρώπινες αξίες». Γνωρίζετε πώς αρχίζει και πώς συνεχίζεται το ποίημα. Ενώ κάθεται ο ποιητής συχνά «τριγυρισμένος από την ξενιτιά», παρουσιάζεται μπρος του, «πάλι και πάλι το φάντασμα του Οδυσσέα», ο οποίος του ψιθυρίζει «λόγια της γλώσσας μας, όπως τη μιλούσαν πριν τρεις χιλιάδες χρόνια». Τον νιώθει σαν να θέλει να διώξει, –«απ’ ανάμεσό μας», γράφει, από τον ποιητή δηλαδή κι από τον ίδιο τον εαυτό του,– τον Κύκλωπα, τις Σειρήνες, τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη, «τόσο περίπλοκα τέρατα, που δεν μας αφήνουν να στοχαστούμε».

Ο ποιητής θαυμάζει τον Οδυσσέα: «Είναι ο μεγάλος Οδυσσέας· εκείνος που είπε να γίνει το ξύλινο άλογο και οι Αχαιοί κερδίσανε την Τροία / Φαντάζομαι πως έρχεται να μ’ αρμηνέψει πώς να φτιάξω κι εγώ ένα ξύλινο άλογο για να κερδίσω τη δική μου Τροία».

Νιώθει να του μιλά «ταπεινά και με γαλήνη»: «λες με γνωρίζει σαν πατέρας / είτε σαν κάτι γέρους θαλασσινούς, που ακουμπισμένοι στα δίχτυα τους, την ώρα που χειμώνιαζε και θύμωνε ο αγέρας, // μου λέγανε, στα παιδικά μου χρόνια, το τραγούδι του Ερωτόκριτου με τα δάκρυα στα μάτια· / τότες που τρόμαζα μέσα στον ύπνο μου ακούγοντας την αντίδικη μοίρα της Αρετής να κατεβαίνει τα μαρμαρένια σκαλοπάτια». (Εύστοχη παρατήρηση του κ. Αντωνίου ότι η συγκοπή του ονόματος της Αρετούσας σε Αρετή θέλει να δηλώσει την «ηθική διάσταση των γεγονότων εκείνης της περιόδου».)


Το ποίημα τελειώνει έτσι: «Μιλά… βλέπω ακόμη τα χέρια του που ξέραν να δοκιμάσουν αν ήταν καλά σκαλισμένη στην πλώρη η γοργόνα / να μου χαρίζουν την ακύμαντη γαλάζια θάλασσα μέσα στην καρδιά του χειμώνα».

Η καίρια ευστοχία του κ. Αντωνίου, πιστεύω, βρίσκεται στην αποκρυπτογράφηση των «περίπλοκων τεράτων»: «όσα απειλούν την ήρεμη και τη μέσα στην οραματική του κλίμακα ζωή, τα θεωρεί (ο Σεφέρης) “περίπλοκα τέρατα” που ο Οδυσσέας-σεφερικός άνθρωπος θέλει να τα διώξει. Και τέτοια “τέρατα” μπορεί για τον φρόνιμο Σεφέρη να είναι καταρχάς οι ιδεολογικές ανησυχίες που εκφράζει ο νεοφιλελεύθερος Θεοτοκάς, που απεχθάνεται τη νηνεμία μιας απλής και νοικοκυρεμένης ζωής και που ζητά μια ζωή ταραγμένη και ανυπότακτη. Νομίζω μάλιστα, συνεχίζει ο κ. Αντωνίου, ότι ο στόχος: «τόσα περίπλοκα τέρατα, που δε μας αφήνουν να στοχαστούμε πως ήταν κι αυτός ένας άνθρωπος που πάλεψε μέσα στον κόσμο, με την ψυχή και το σώμα», αποτελεί μιαν απάντηση στις ανησυχίες του Θεοτοκά και των ομοίων του, όπως αυτές εκφράστηκαν στο Ελεύθερο Πνεύμα: “Αλίμονο στην Ελλάδα, αν στηρίξει το μέλλον της μονάχα στις άμορφες μάζες των φρόνιμων παιδιών. Το ιδανικό τους είναι μια ήρεμη και γλυκιά μεσημβρινή Ελβετία, υπόδειγμα τάξης, άνεσης και μακαριότητας, χωρίς καμιά αγωνία, κανένα μεγάλο όνειρο, καμιά τρέλα, καμιά δημιουργική πνοή. Μα είναι δυνατό να καταντήσει Ελβετία αυτή η χώρα του Οδυσσέα; ”

»Οπωσδήποτε όμως “περίπλοκα τέρατα” (Κύκλωπας, Σειρήνες, Σκύλλα, Χάρυβδη) θεωρεί ο Σεφέρης, όπως ήδη είπαμε, τις κοινωνικοπολιτικές αστικές θεωρίες και τις διαδομένες στα μεσοπολεμικά χρόνια μαρξιστικές ιδέες, που ήταν αντίθετες προς το όραμά του, το οποίο ήταν στηριγμένο πάνω σε μια καθαρά συναισθηματική βάση».

Μιλώντας για τη λαϊκή διάσταση της μεγάλης ιστορικής διάρκειας, αντλώντας και από άλλα σημεία του έργου του Σεφέρη, ο κ. Αντωνίου γράφει: «όλ’ αυτά τα σύμβολα της λαϊκής παράδοσης (Μεγαλέξανδρος, Fιγενής, Ερωτόκριτος, Αρετούσα, Γοργόνα κ.ά.) ήταν ταυτόσημα στη συνείδησή του και περιέκλειαν ένα σωρό νοήματα που, συμπυκνώνοντάς τα στο έπακρο, θα μπορούσα να τα υποδηλώσω με τις έννοιες ελληνισμός – ανθρωπιά». Ειδικότερα για τη γοργόνα διαβάζουμε πως αυτή
συμβολίζει «το όραμά του –στη δυναμική του– για τη δημιουργία ενός ελληνισμού που θα περιλαμβάνει όλα τα διαχρονικά αυθεντικά παραδοσιακά ελληνικά στοιχεία». Fιαβάζω ολόκληρη τη –μικρή άλλωστε– τελευταία παράγραφο της εισαγωγής του βιβλίου: «Μια τάση καλοπροαίρετης κριτικής, που διαφαίνεται σε λίγα σημεία του κειμένου μου σε απόψεις του ποιητή ή άλλες καταστάσεις, δικαιολογείται από το χαρακτήρα της μετά τον Σεφέρη περιόδου, παρά από τη δική μου διάθεση. Νομίζω όμως ότι έτσι εξυπηρετήθηκε καλύτερα η ερμηνεία».

Είναι έκδηλος, πιστεύω, ο σεβασμός και η ταπεινοσύνη που τρέφει ο συγγραφέας προς έναν από τους κορυφαίους ποιητές μας, σχεδόν απολογούμενος, όπως είπα και προηγουμένως για κάποιες παρατηρήσεις του σε άλλα σημεία. Ίσως και εξαιτίας αυτού του λόγου εφαρμόζει, θα έλεγα, και ένα είδος θεωρίας της κριτικής (που ενδεχομένως είναι θεμιτή ή και δημιουργική), σύμφωνα με την οποία ο ρόλος του ερμηνευτή είναι μεσολαβητικός, ανάμεσα στον λογοτέχνη και το κοινό· σημασία έχει να διασαφηνίσει, να κάνει διαυγέστερο το ιδεολογικό περιεχόμενο του ερμηνευόμενου· και ακόμα να δείξει τους αντικειμενικούς όρους, κοινωνικούς, ιστορικούς κλπ., που επηρέασαν τον δημιουργό. Αφήνοντας, από εκεί και πέρα, τον αναγνώστη να κρίνει, ελεύθερα, νοήματα και ιδέες, αφού άλλωστε είναι δυνατό, κάτω από τους ίδιους όρους να διαμορφωθούν διαφορετικές στάσεις. Ήδη ένα παράδειγμα υπάρχει στην ανάλυση του ποιήματος που τον απασχόλησε. Δύο διανοούμενοι, ο Σεφέρης και ο Θεοτοκάς, που έζησαν στον ίδιο χρόνο και χώρο, και ούτε καν σε διαφορετική τάξη ανήκαν, φίλοι, διαμόρφωσαν διαφορετική στάση απέναντι στην τέχνη, στη σχέση του λογοτέχνη με τη ζωή και την κοινωνία.


Εγώ λοιπόν θα κάνω ένα βήμα πιο πέρα, όσον αφορά την καλοπροαίρετη, θέλω να πιστεύω, κριτική. Η πρώτη μου παρατήρηση αφορά το λαό, όπως τον εννοεί ο Σεφέρης και όπως με πλήρη σαφήνεια και ακρίβεια την ανέλυσε ο κ. Αντωνίου. Είδατε τα ονόματα-σύμβολα που απαρτίζουν την έννοια του λαού και της λαϊκής παράδοσης στη σκέψη και το όραμα του Σεφέρη. Όμως, μπορεί να είναι πλήρης η έννοια του λαού, σ’ εκείνα τα κρίσιμα χρόνια ανάμεσα στους δυο πολέμου, όταν απουσιάζουν από αυτή τα πλατιά στρώματα στην Ελλάδα, που δίνουν τον αγώνα της επιβίωσης, ως εργάτες στην πόλη και, προπάντων, ως αγρότες στο χωριό, βιώνοντας τον πολιτισμό τους, αυτόν που ενέπνευσε νωρίτερα την παλαμική γενιά; Και δεν έπρεπε στο χορό των ονομάτων εκείνων να πάρει θέση ένας λαϊκός αγωνιστής του Εικοσιένα (κι έγιναν πολύ περισσότεροι από έναν, θρύλος), αλλά και ο Καραγκιόζης;


Ο Καραγκιόζης δεν υπήρξε ένας χαμένος Lumpen-προλετάριος, παρά μια μορφή πολύ πιο σύνθετη και βαθύτερα λαϊκή.

Ο Σεφέρης κάνει το λάθος να θέλει να συγκεράσει στον ελληνικό ανθρωπισμό τη λόγια παράδοση με τα λαϊκά στοιχεία της Ανατολής. «Διαχρονικά, αυθεντικά, παραδοσιακά ελληνικά στοιχεία» θεωρεί «όλα όσα ανήκουν στη λαϊκή παράδοση του ελληνισμού που έχει τις ρίζες της στην Ανατολή». Αυτά γράφει ο κ. Αντωνίου και είναι ακριβή. Λάθος θα ήταν μεγάλο να αγνοηθεί ο λαϊκός ελληνισμός της Ανατολής· ακόμα όμως μεγαλύτερο θα ήταν λάθος να αγνοηθεί ο ελλαδικός λαϊκός ελληνισμός. Η σύγκραση λαϊκού και λόγιου πολιτισμού, Ανατολής και Δύσης, στάθηκε ωραία ιδιαιτερότητά μας. Και μια ακόμα σκέψη κάνω. Αγαπώντας ο Σεφέρης τον Οδυσσέα σαν πατέρα του, γράφει ακριβώς: «λες με γνωρίζει σαν πατέρας», μνημονεύει ως το πιο λαμπρό κατόρθωμά του τον δούρειο ίππο· νιώθει μάλιστα να τον παρακινεί να εκπορθήσει κι αυτός με ανάλογο τρόπο τη δική του Τροία. Αλλά το ξύλινο άλογο στάθηκε ένας μεγάλος και φοβερός δόλος! Αναρωτιέμαι, πώς μπορούμε να εξηγήσουμε την προτίμησή του αυτή, από τους άθλους του Οδυσσέα.


36η Γιορτή Βιβλίου


Η 36η Γιορτή Βιβλίου ξεκινά στο Πεδίον του Άρεως την Παρασκευή 24 Μαΐου και διαρκεί μέχρι και την Κυριακή 9 Ιουνίου 2013. Θα είμαστε στο περίπτερο 76 και θα χαρούμε να σας συναντήσουμε.

ΩΡΑΡΙΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ:  Δευτέρα-Πέμπτη 6:00 μ.μ.-10:00 μ.μ.
Παρασκευή-Σάββατο 6:00 μ.μ.-10:30 μ.μ.
Κυριακή 11:00 π.μ.-2:30 μ.μ. και 6:00 μ.μ.-10:00 μ.μ.

Τρίτη 21 Μαΐου 2013

Χαρίζεις ένα Βιβλίο;



Ένας Ακόμα Συνειρμός από τη Γιορτή του Βιβλίου







του Aleph Rellik



Η ανοιξιάτικη-καλοκαιρινή Γιορτή Βιβλίου, που φέτος θα γίνει στο Πεδίον του Άρεως και ξεκινά από αυτή την Παρασκευή, κάθε φορά μου φέρνει πολλούς συνειρμούς και με βάζει να ταξιδεύω στις αναμνήσεις μου γύρω από το βιβλίο. Μεγαλωμένος από παιδί δίπλα και μέσα στα βιβλία, σε ένα σπίτι που οι πλειονότητα των τοίχων του καλύπτονται από βιβλιοθήκες, έχω γύρω από αυτά αναμνήσεις αρκετές. Έτσι, κάθε χρόνο όταν ακούω Γιορτή Βιβλίου, θυμάμαι τις παιδικές και εφηβικές βόλτες μου σε εκθέσεις δίπλα στην Ακρόπολη ή στο μικρολίμανο του Πειραιά ή ακόμα και σε πλατείες μικρότερων δήμων της Αθήνας. Φέτος όμως οι συνειρμοί μου ήταν κάπως διαφορετικοί. Στην 36η Γιορτή Βιβλίου το σύνθημα «Με διάβασες; Χάρισε με!» μου χτυπάει κάπως στο μυαλό μου, καθώς θυμάμαι μια συζήτηση με έναν φίλο, μια πάλη δυο διαφορετικών σκέψεων πάνω στο βιβλίο.

Ας πάρουμε την ιστορία από λίγο πιο πριν – πηδώντας όμως το κομμάτι με τις πολλές βιβλιοθήκες σπίτι μου και ίσως και τις επώδυνες αναμνήσεις με τη μητέρα μου να με πιέζει να διαβάσω εξωσχολικά, την οποία όμως και σαν ενήλικος πλέον πρέπει να ευγνωμονήσω που με μύησε στα μυστικά του βιβλίου. Ο κόσμος μου γύρω από τα βιβλία, και οι σκέψεις μου πάνω σ’ αυτά κλονίστηκαν με την είσοδό μου στο πανεπιστήμιο. Θυμάμαι την πρώτη μου συνάντηση με τον «Εύδοξο», το σύστημα διακίνησης πανεπιστημιακών συγγραμμάτων. Θυμάμαι πώς αμέσως τον αντιπάθησα, όταν μου είπε πως μπορώ να επιστρέψω συγγράμματα προηγούμενου εξαμήνου, κερδίζοντας πόντους (πιστωτικές μονάδες στον «ατομικό φάκελο προσόντων», κάτι που ποτέ δεν κατάλαβα ακριβώς αφού ποτέ δεν ασχολήθηκα μαζί του). Τι θα πει “κερδίζω”, άμα επιστρέψω τα βιβλία από τα μαθήματα που έχω περάσει; Πώς θα καταφέρω έτσι, σαν μελλοντικός επιστήμονας, να έχω μια αξιόλογη προσωπική και εύκολα προσβάσιμη βιβλιοθήκη πάνω στο αντικείμενό μου, την οποία θα μπορώ να συμβουλευτώ κάθε φορά που συναντώ ένα πρόβλημα ή μια δυσκολία; Μου φάνηκε πως είχε συντελεστεί ένα χτύπημα κάτω από τη μέση στην επιστημονική γνώση. Ακόμα πιο περίεργο μου φάνηκε αυτό, αφού ο Εύδοξος δούλευε για το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, το οποίο και δεν έπρεπε να επιτρέψει κάτι τόσο σοβαρό να συμβεί.

Ένα χρόνο πιο μετά, μιλώντας με έναν φίλο, που ακόμα δεν γνωριζόμασταν και πολύ καλά, σπίτι μου –και παρέα λίγο τσίπουρο ή κρασί– πιάσαμε κουβέντα γύρω από τα βιβλία. Τι διαβάζει ό ένας, τι ο άλλος, τι άρεσε στον καθέναν και τι ίσως θα θέλαμε να διαβάσουμε. Στη συνέχεια όμως έμελλε ό,τι σκεφτόμουν γύρω από τα βιβλία να καταρρεύσει… Αυτό έγινε όταν μου είπε ότι τα βιβλία που διαβάζει συνήθως, δεν τα αγοράζει ποτέ, μόνο τα δανείζεται και τα επιστρέφει, όπως ακριβώς κάνει και με τα δικά του βιβλία.

Ένα βιβλίο, λέει, έχει μια ιστορία, έναν κύκλο, αρχικά κάποιος το γράφει, το καλλιτεχνεί ή το τυπώνει και μέσω μιας διαδικασίας φτάνει κάποια στιγμή στο βιβλιοπωλείο. Εκεί όμως, συνεχίζει προς ξάφνιασμά μου, εκεί που κάποιος θα νόμιζε ότι το ταξίδι του βιβλίου θα ήταν κοντά στο τέλος του, εκεί είναι που αρχίζει η πραγματική του περιπέτεια. Στο βιβλιοπωλείο τυχαίοι αγοραστές, περαστικοί ακόμα και λαθραναγνώστες το περιεργάζονται, το μισοδιαβάζουν ή το ξεφυλλίζουν. Μέχρι που κάποια στιγμή, ένας από αυτούς αποφασίζει πως αξίζει να πληρώσει το αντίτιμο για να το πάρει μαζί του. Σπίτι του πλέον, το βιβλίο συνεχίζει να χρησιμοποιείται και να ταξιδεύει τον αναγνώστη του σε ιστορίες ευφάνταστες ή σκέψεις βαθυστόχαστες. Όταν ο «ιδιοκτήτης» τελειώσει μαζί του, συνεχίζει να το έχει στο νου του, όμως πλέον ή υλική διάσταση του βιβλίου τού είναι άχρηστη, και το προτείνει σε έναν φίλο του. Κάπως έτσι, το ταξίδι του συνεχίζεται προς άλλα χέρια και άλλα μέρη, για να καταλήξει ποιος ξέρει πού και πότε να ησυχάσει – με τις μισές σελίδες, προσθέτω εγώ.

Όμως, αντίθετα, για μένα, του απάντησα, δεν είναι το βιβλίο που κάνει κύκλους και ταξίδια, αλλά ο νους, και η σκέψη μας. Ξεκινά με ένα μπόγο –την αλφαβήτα–, ένα τίποτα, κάπου από τις πρώτες αναγνώσεις. Προχωράει γοργά μέχρι να φτάσει την εφηβεία. Από κάθε διαδρομή και κάθε προορισμό, σε κάθε σημείο που σταματά, έστω για μια ανάσα, παίρνει και ένα σουβενίρ, ένα ενθύμιο να κουβαλά μαζί του στο ταξίδι. Έτσι, αργεί πλέον από το βάρος που συσσωρεύεται στις αποσκευές του και απαιτεί καλύτερη «γυμναστική» και «μύες» για να προχωρήσει. Καταλήγοντας στην ενηλικίωση να μαθαίνει συνήθως να προχωρά γοργά μαζί με τα μπαγκάζια του, που για άλλους είναι τόνοι υλικό και γι’ άλλους βαλιτσούλες. Όμως όλοι προχωράνε πάντα, συλλέγοντας κομμάτια μέχρι το τέλος της διαδρομής. Σε αυτό το ταξίδι πολλές φορές θα περάσεις πάλι από ένα σημείο που είχες ξαναπεράσει στο παρελθόν, τότε καλά θα κάνεις να προσέξεις το «σουβενίρ» σου, να δεις τι του λείπει που με τα νέα σου εργαλεία μπορείς να βρεις να το μαζέψεις, ενώ μάλιστα πολλές φορές εσύ ο ίδιος θα επιδιώξεις να ξαναβρεθείς στο ίδιο σημείο απλά και μόνο για να δεις το μέρος με το νέο σου βλέμμα.

Έτσι, δυο λογικές συγκρούονται πάνω στο θέμα, και αν θέλετε τη γνώμη μου, δεν νομίζω πως μπορείς να λες για το βιβλίο ότι, σαν τελειώσεις μαζί του, μπορείς να το πετάξεις. Εκτός αν ήταν άχρηστο εξαρχής. Το βιβλίο σού προσφέρει την ψυχική απόλαυση της αναζήτησης και αυτό είναι καλό για έναν άνθρωπο. Αντίθετα, η αναζήτηση της πρόσκαιρης ηδονής και κατόπιν το πέταμα του «προϊόντος» δεν μπορεί παρά να μου θυμίζει ανήθικα εμπόρια που καμία σχέση δεν έχουν με το βιβλίο.


Υ.Γ. Μην με παρανοήσετε όμως, δεν σας λέω να μην δανείζετε και δανείζεστε βιβλία. Όμως αυτό δεν πρέπει να συμβαίνει παρά μόνο ως εξαίρεση στο ταξίδι σας.

Δευτέρα 20 Μαΐου 2013

Χαρίζοντας ένα Βιβλίο, σώζουμε μία Βιβλιοθήκη;

του Βιβλιοθηκάριου


 H 36η γιορτή βιβλίου (στο Πεδίον του Άρεως, 24 Μαΐου-9 Ιουνίου 2013) μας καλεί πάλι να «χαρίσουμε ένα βιβλίο, σώζοντας μια βιβλιοθήκη». Οι επισκέπτες της έκθεσης μπορούν να αφήσουν στη γραμματεία ένα ή περισσότερα βιβλία από αυτά που έχουν διαβάσει, και ο Σύλλογος Εκδοτών Βιβλίου Αθηνών αναλαμβάνει να ενισχύσει με αυτά τη συλλογή μιας βιβλιοθήκης.

Από μόνη της αυτή η πρόταση φαίνεται μια πολύ καλή ιδέα, καλλιεργώντας μέσα στο γενικότερο κλίμα της Κρίσης την ανταλλακτική οικονομία, την αλληλεγγύη, τον εθελοντισμό και την κοινωνική προσφορά. Υπάρχει όμως μόνη αυτή η παράμετρος;

Το πρόβλημα το δημιουργεί μια μετοχή: «σώζοντας». Καλούμαστε λοιπόν να γίνουμε σωτήρες μιας βιβλιοθήκης. Μιας βιβλιοθήκης που δεν λέμε βέβαια από τι κινδυνεύει, ούτε γιατί κινδυνεύει. Μιας βιβλιοθήκης που θα σωθεί, αν τη σώσουμε.

Σε όλες αυτές τις δράσεις το πρόβλημα των βιβλιοθηκών στην Ελλάδα τίθεται ερασιτεχνικά και μονοσήμαντα. Σε τέτοιες καμπάνιες, διόλου ασήμαντες και κακές, αγνοείται το γεγονός ότι η ανάπτυξη της συλλογής μιας βιβλιοθήκης ούτε είναι το μόνο πρόβλημά της, ούτε γίνεται με μπακαλίστικες λογικές που προσθέτουν ποσότητα υλικού, αδιαφορώντας για το είδος και την ποιότητά του. Οι βιβλιοθήκες δεν είναι αποθήκες βιβλίων προς δανεισμό. Καλύπτουν συγκεκριμένες ανάγκες, ανάλογα με το κοινό που καλούνται να εξυπηρετήσουν. Αυτές τις ανάγκες αγνοεί η μαζική δωρεά βιβλίων.

Η υποχρηματοδότηση, η ανύπαρκτη στελέχωση με ειδικευμένο προσωπικό, η θεσμική μη κατοχύρωση πολλών βιβλιοθηκών, κυρίως δημοτικών, στην Ελλάδα είναι το βασικό πρόβλημα που δεν λύνεται εδώ και πολλά χρόνια. Θα πρέπει να ξέρουν οι δωρητές ότι είναι πολύ πιθανό να αυξήσουν τη συλλογή μιας βιβλιοθήκης που κατά πάσα πιθανότητα δεν θα την επεξεργαστεί βιβλιοθηκονομικά κανείς, που πιθανότατα αν υπάρχει κάποιος βιβλιοθηκονόμος δεν θα υπάρχει για πολύ καιρό γιατί είναι συμβασιούχος, ότι συχνά οι δήμαρχοι κλείνουν τις βιβλιοθήκες διαθέτοντας το προσωπικό τους σε άλλες «σημαντικότερες» υπηρεσίες. Θα πρέπει να ξέρουν πως δεν σώζουν μια βιβλιοθήκη, αλλά πως της δίνουν ένα φιλί – το αν αυτό θα είναι ζωτικό δεν εξαρτάται από αυτούς, αλλά από την κλινική κατάσταση του ασθενούς. Γι’ αυτή την τελευταία υπεύθυνο και υπόλογο είναι το κράτος, αυτό οφείλει να επενδύσει στις βιβλιοθήκες. Η κρατική ενίσχυση των βιβλιοθηκών είναι επένδυση με ανταποδοτικότητα, δεν είναι σπατάλη ή ξόδεμα για ένα τυχαίο κοινωνικό αγαθό, αυτό της ψυχαγωγίας και της πληροφόρησης.

Εν κατακλείδι, χαρίζοντας ένα βιβλίο, δεν σώζουμε μια βιβλιοθήκη. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δωρεά δεν έχει την αξία και τη σημασία της.


Σάββατο 18 Μαΐου 2013

Τα Αναφιώτικα



του Βίκτορα Ιβάνοβιτς

Στα χρόνια του Ρομαντισμού φαινόταν αδιανόητο η διάπλαση ενός λογίου από την Εσπερία, κυρίως όταν ήταν και αριστοκράτης, να μη περιελάμβανε το περιβόητο «παιδευτικό ταξίδι», το επονομαζόμενο Grand Tour. Με ενδεχόμενη αφετηρία τον ελάσσονα νοτιοευρωπαϊκό «εξωτισμό» της Ιταλίας ή της Ισπανίας, το συγκεκριμένο ταξίδι διέτρεχε απαραιτήτως την Ελλάδα και την καθ’ ημάς Ανατολή, με την Κωνσταντινούπολη και τους Αγίους Τόπους, για να καταλήξει ενίοτε στην Αίγυπτο. ο δε σκοπός του ήταν να φέρει σε επαφή τους «τουρίστες», όπως τους αποκαλούσε εις εξ αυτών (ο Stendhal), με τις ανατολικές ρίζες του ευρωπαϊκού πολιτισμού.

Φυλλομετρώντας την πλούσια φιλολογία του «περιηγητισμού», διαπιστώνουμε εντούτοις ότι οι ίδιοι οι «ενδιαφερόμενοι» αποζητούσαν μάλλον την ζώσα εμπειρία της Ανατολής, βιωμένη σε ενεστώτα χρόνο, παρά την ανασκόπηση του «αρχαιολογικού» παρελθόντος της. Μεγαλωμένοι στον ομιχλώδη και ψυχρό Βορρά, έχοντας υποστεί αφόρητη καταπίεση των εφηβικών τους ορμών και ενστίκτων σε αυστηρότατα προτεστάντικα ή ιησουϊτικά Κολέγια, οι νεαροί περιηγητές βιώνουν τώρα, για πρώτη φορά - με την ματιά τους, την σοφία του άπλετου φωτός. με το δέρμα τους, την τόλμη της γύμνιας κάτω από την ηδονική θωπεία του ήλιου. με τον νου τους, μια νοοτροπία που ουδέποτε αποδέχτηκε τον διαχωρισμό του πνεύματος από το σώμα, και πάντα πρέσβευε την αμοιβαιότητα και την διάδρασή τους. Έτσι, από «παιδευτικό», το ταξίδι τους μεταβάλλεται σε μυητικό, με αντικείμενο εκείνο που, αργότερα, ο Ελύτης θα ονόμαζε «αγιότητα των αισθήσεων».

Πιστεύω ότι ιδιάζων αυτός αισθησιασμός του Grand Tour έγινε αφορμή και έναυσμα για ουκ ολίγους «προσηλυτισμούς» μεταξύ των «τουριστών», από τον πρώιμο «οριενταλισμό» του Byron, τον αφελή ίσως, αλλά διόλου επιπόλαιο (αφού γι’ αυτόν κατέθεσε μαρτυρία με την ζωή του), έως την όψιμη πνευματική επιλογή του Γάλλου René Guenon, μυστικού του «εσωτερισμού», ο οποίος διήγαγε τον ώριμο βίο του στο Κάιρο, ως σεΐχης Yahyia.
*

Σ’ αυτήν την παράδοση ανήκει κατά την γνώμη μου και το βιβλίο που παρουσιάζουμε σήμερα, τα Αναφιώτικα της καταξιωμένης γαλλόφωνης ποιήτριας Ilona de la Luna. Δεν είναι επουσιώδες να αναφέρουμε ότι πίσω από το ψευδώνυμο αυτό κρύβεται, ούτε λίγο ούτε πολύ, μία Jagiello, που οι πρόγονοί κατείχαν κάποτε το σκήπτρο και το στέμμα της Πολωνίας. Για την Ilona von Ledebur Jagiello (που εδώ και χρόνια ζει και εργάζεται στην Ελλάδα), η λογιοσύνη και η αρχοντιά είναι λοιπόν τα «γονίδια» δια των οποίων συγγενεύει τυπολογικά με τους πάλαι ποτέ ρομαντικούς πλάνητες του Βορρά, που αναζητούσαν και εύρισκαν καταφύγιο κάτω από γαλανότερους ουρανούς.

Βεβαίως, η σημερινή «προσήλυτη περιηγήτρια» δεν μας έρχεται απ’ ευθείας από τον λογοτεχνικό χώρο του Ρομαντισμού, αλλά μάλλον από μίαν, ούτως ειπείν, υπερρεαλίζουσα επικράτεια. Έτσι, διαφορετικά από προηγούμενες περιπτώσεις, το οδοιπορικό της ξετυλίγεται κυρίως στην περιοχή του ονείρου ή, για την ακρίβεια, καταργεί τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ εγρήγορσης και ονείρου. Διαφορά ωστόσο πολύ σχετική, επειδή, όπως επανειλημμένως τονίστηκε, ο ίδιος ο Υπερρεαλισμός τι άλλο είναι παρά ένας Ρομαντισμός à outrance;

Έτσι λοιπόν, στο βιβλίο της Ιλόνας τα ρομαντικά χαρακτηριστικά του περιηγητισμού δεν αλλοιώνονται, αλλά προεκτείνονται και εμβαθύνονται σε μιαν άλλη διάσταση.

Για παράδειγμα, ο προσηλυτισμός του περιηγητού καθίσταται για την λυρική και αφηγηματική persona του έργου (αυτο)θεοποίηση, ενώ τα λαϊκά Αναφιώτικα, στην κορυφή του Ιερού Βράχου, ανάγονται σε προσωπικό της Όλυμπο. Μέσα στην ίδια λογική, ο αισθησιασμός της ρομαντικής περιήγησης εξειδικεύεται σε υπερβατικά συμφραζόμενα, και το βιβλίο καταγράφει τις εμπειρίες της «θεάς» που συνευρίσκεται με τους «θνητούς», μέσα από τον Έρωτα και την Τέχνη, σε μία οργιαστική μέθεξη σωματικής και πνευματικής ελευθερίας.

Ως εκ τούτου, κατά την δική μου αντίληψη, τα Αναφιώτικα συνιστούν ένα σπάνιο, στις μέρες μας, δείγμα αναβίωσης του διονυσιακού στοιχείου, που σαν να εκπορεύεται από τα ευγενικά οράματα του Nietzsche.