Πέμπτη 15 Αυγούστου 2013

Μετέστης πρὸς τὴν ζωὴν μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς...

Η Κοίμηση της Θεοτόκου. 
Φορητή εικόνα του 1698, διαστάσεων 92 x 72 εκ. 
Ενδιαφέρουσα παραλλαγή του εικονογραφικού τύπου της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, κυρίως ως προς το συνδυασμό του χρώματος με το λευκό και το μαύρο των υποχρωματισμένων αγγέλων και της ψυχής της Θεοτόκου, πού, όπως και αλλαχού, την κρατάσει συμβολικά ως βρέφος ο Χριστός.
Συλλογή Μαρίνου Κοσμετάτου. Αργοστόλι Κεφαλλωνιάς.

Από το περιοδικό Βημόθυρο

με ευχές για χρόνια πολλά και ελπιδοφόρα.

Τετάρτη 7 Αυγούστου 2013

Graffiti: η τελευταία παράνομη τέχνη

Πόσες φορές περπατώντας στην πόλη συναντάς έναν μουντό μονόχρωμο τοίχο, ο οποίος σε ψυχοπλακώνει καθώς σαν ογκόλιθος στέκεται από πάνω σου, και εσύ αισθάνεσαι το βάρος του, τεράστιο, να σφίγγει την καρδιά σου. Κάθε φορά που συναντώ έναν τέτοιο τοίχο, σκέφτομαι, αυτός εδώ θέλει λίγο χρώμα, πρέπει κάποιος να τον "πατήσει" (βάψει), και δεν πρόκειται να αργήσει η ώρα του. Διότι, πείτε μου, ακόμα και κάποιος που δεν έχει σχέση με τα graffiti πόσες φορές θαύμασε κάποιο από αυτά; πόσες φορές γυρίζει να κοιτάξει κάποιο σχέδιο στον τοίχο αφού έχει σημειώσει το πού βρίσκεται.
Tου Aleph Rellik

Δεν πρόκειται να αναλωθώ στο πώς η τέχνη της τοιχογραφίας είναι η αρχαιότερη μορφή της τέχνης, και πώς κατ' ουσίαν προϋπάρχει ακόμα και της ανθρώπινης ομιλίας, πρόκειται να σταθώ στην σύγχρονη έκφρασή της, το graffiti.
Το graffiti είναι ένα από τα τέσσερα στοιχεία ("four elements") της hip hop κουλτούρας (graffiti, dance, DJing, MCing), μιας κουλτούρας αντισυμβατικής με τον σύγχρονο κόσμο, την εξάρτηση του ανθρώπου από το χρήμα, των κάλπικων συναισθημάτων και της πλαστικής ομορφιάς. Δυστυχώς, όποιος δεν έχει έρθει σε επαφή με αυτή την κουλτούρα δεν μπορεί να την καταλάβει και πολλές φορές δυσανασχετεί με πολλά από τα στοιχεία που την συνθέτουν. Κλασικό τέτοιο παράδειγμα, ο παππούς ο οποίος θα σταματήσει έναν graffiter ενώ βάφει για να του πει: "γιατί παιδάκι μου καταστρέφεις τον τοίχο;" Εδώ την καλύτερη απάντηση νομίζω την έχει δώσει ο Painter (κάποιος graffiter) όπως την είχα διαβάσει σε μια συνέντευξη του: "Εγώ μένω εδώ κοντά. Απ' το να βλέπω ταμπέλες με διαφημίσεις, προτιμώ να βλέπω μια ζωγραφιά".*

Το graffiti μπορούμε να πούμε χωρίζεται σε δυο κατηγορίες, το παράνομο και το νόμιμο. Όλοι ξεκινήσαμε από κάπου, μια παλιά οικοδομή ή κάτω από μια ξεχασμένη γέφυρα, παράνομα εκεί κάναμε τα πρώτα βήματα. Μετά, βγήκαμε στους δρόμους να δείξουμε πως υπάρχουμε και εμείς. Και τα δύο είδη graffiti είναι άρρηκτα συνδεδεμένα. Το ένα συμπληρώνει το άλλο.
Εδώ είναι που κάποιος αναρωτιέται, αφού υπάρχουν ειδικά σημεία όπου μπορείς να βάψεις ελεύθερα γιατί να κάνεις κάτι παράνομο; Καταρχάς, όπως είπα, πρέπει από κάπου να ξεκινήσεις και αυτό γίνεται πάντα παράνομα στους πιο ασφαλείς τοίχους τις περιοχής σου. Εδώ αξίζει να σημειωθεί πως όποιος δεν έχει πιάσει τα cans (sprey) δεν μπορεί να καταλάβει πόσο δύσκολο είναι το σπορ και πόσο δουλειά θέλει πριν φτάσεις σε ένα καλό επίπεδο. Πέραν όμως αυτού οι νόμιμοι χώροι δυστυχώς στην Ελλάδα είναι ελάχιστοι με αποτέλεσμα το κομμάτι να μην μένει ποτέ αρκετό καιρό αφού σύντομα κάποιος θα αναγκασθεί να το πατήσει με κάτι δικό του (εκεί κάπου αρχίζουν προβλήματα). Το ζήτημα με το παράνομο είναι ότι πατάς την ιδιοκτησία κάποιου άλλου, όμως όπως πολύ ωραία λέει πάλι ο painter "Εγώ πιστεύω ότι όλοι οι τοίχοι είναι και δικοί μου. Δηλαδή ότι οι τοίχοι μες στο σπίτι είναι δικοί μου, αλλά οι τοίχοι έξω απ' το σπίτι είναι ολωνών" *.

Το παράνομο είναι το κλασικό graffiti, γρήγορο και εύκολο για λόγους ασφάλειας, το κλασικό κομμάτι (σαν αυτό της εικόνας) ή η λεγόμενη "μπόμπα" που ομορφαίνει τον τοίχο της γειτονιάς σου, ή το σχολείο σου. Πολλές φορές, βέβαια, το παράνομο, όταν βρεις το κατάλληλο σημείο, γίνεται αργό και ιδιαίτερα καλλιτεχνικό.

Το νόμιμο, γίνεται σε ειδικά σημεία όπου επιτρέπεται, ή με την άδεια του ιδιοκτήτη (του τοίχου) εκεί ο καλλιτέχνης μπορεί να δουλέψει ελεύθερα πάνω στο "κομμάτι" ώστε να βγάλει από αυτό τον καλύτερο εαυτό του, κάνοντας τρισδιάστατα σχέδια όπως αυτό στην εικόνα, ή δουλεύοντας με characters (σχέδια πέραν των γραμμάτων) κλπ.

Tο graffiti δεν μπορεί να αποκολληθεί από την ευρύτερη κουλτούρα του hip hop, αφού μέσα από αυτήν γεννήθηκε και μέσα σε αυτήν υπάρχει. Είναι ένα "ομαδικό άθλημα", όπου οι graffiters χωρίζονται σε crews (ομάδες) πολλές από τις οποίες σίγουρα έχετε διαβάσει και εσείς κάπου (Lifo, Οups, Buns, Gons κλπ).
Τέλος, το "βάψιμο" συνοδεύεται από διάφορους άγραφους κανόνες για το πότε πατάς ή δεν πατάς κάποιον στη βάση της αναγνώρισης του άλλου ως καλλιτέχνη, με τη μεγαλύτερη ατιμία να πατάς ένα κομμάτι (graffiti) με ένα tag (στο οποίο απλώς γράφεις το όνομα σου με σπρέι) στο οποίο η συχνότερη κατάληξη είναι οι καβγάδες ή η αγορά των σπρέι που χρησιμοποιήθηκαν (ας σημειώσουμε πως το graffiti δεν είναι και φθηνό στο να γίνει) κλπ.

*Συνέντευξη του Painter στο "The Schooligans", 2007, link: http://www.theschooligans.gr/site/index.php?option=com_content&task=view&id=52&Itemid=28

Παραθέτω μια επιλογή από ωραία ή γνωστά graffiti & graffiters από το διαδίκτυο:


Πρώτο ως ένδειξη τιμής στον πλέων γνωστό βρετανό Bansky που συνελήφθη φέτος.

Πάλι Bansky για να δούμε λίγο την ριζοσπαστική φωνή του graffiti

LIFO γνωστό ελληνικό crew
Graffiti σε στυλ εξαρχείων (στα εξάρχεια)
Graffiti στο τείχος της Παλαιστίνης
Ζούγκλα στη μέση της πόλης (Εξάρχεια οδός Σολομού)
ο Καβάφης σε character του Skitsofrenis

Παρασκευή 2 Αυγούστου 2013

Στα ίδια μέρη


του Αλέξανδρου Βαναργιώτη

Ίσως φανεί περίεργο σε κάποιους το ότι επανέρχομαι συχνά στα γραπτά μου στο ίδιο μέρος, στο Δομοκό. Μια συμπαθητική επαρχιακή κωμόπολη είναι, όπως τόσες άλλες. Κι αν έχω γνωρίσει κωμοπόλεις στη ζωή μου... Δεν ξέρω τι να απαντήσω. Κάτι με έλκει. Σχεδόν κάθε φορά που πηγαίνω ή επιστρέφω από την Αθήνα περνάω και πίνω έναν καφέ στην κεντρική πλατεία. Είναι περίεργο πράγμα με τι συνδέεται ο άνθρωπος. Από τι γοητεύεται. Τι θυμάται. Έξι χρόνια έζησα στο Δομοκό. Εκεί τελείωσα τις πρώτες πέντε τάξεις του Δημοτικού. Μετά φύγαμε για τα Τρίκαλα. "Δυο καφενεία δυο σινεμά" που λέει και το τραγούδι. Το χειμώνα λειτουργούσε ως σινεμά μια αίθουσα εκδηλώσεων δίπλα στο τωρινό Δημαρχείο και το καλοκαίρι μια ταράτσα λίγο πιο κάτω, στην πλατεία. Εκεί είδα τις περιπέτειες του Οδυσσέα σε μια παλιά χολυγουντιανή εκδοχή, αλλά με πήρε ο ύπνος στη μέση. Οι γονείς στις ταινίες που είχαν ακατάλληλες σκηνές -καμιά αγκαλιά, τίποτε φιλιά, τέτοια- μας έκλειναν τα μάτια με το χέρι.

Για θερινά μπάνια περνούσε καθημερινά ο Μπεκερίδης και πηγαίναμε, όταν περίσσευαν χρήματα, στον Καραβόμυλο, έξω από τη Λαμία. Δυο μπάνια την ημέρα. Ένα στη θάλασσα κι ένα στο λεωφορείο. Είχε κέφι όμως. Ορισμένοι σιγοτραγουδούσαν συνοδεύοντας το κασετόφωνο του λεωφορείου: "Ο κυρ Θάνος πέθανε παραπονεμένος", με μια διάχυτη συγκίνηση στη φωνή τους όταν έλεγε "κάποιος αν του πλήρωνε κάτι λίγα χρέη θα 'χε τ' οργανάκι του, θα 'ταν στη ζωή" και " τον καημό του αλλουνού ποιος τον εννοεί;" Ένα ακόμη τραγούδι με επιτυχία, απ' όσο θυμάμαι, ήταν το "Έβαλε ο διαβολάκος την ουρά του πάλι", και άλλα, σουξέ της εποχής. Υπήρχαν και διάφοροι "σαρδανάπαλοι" που έλεγαν σόκιν ανέκδοτα στις γυναίκες. Μερικές ξεκαρδίζονταν στα γέλια, ενώ άλλες τους επιτίθονταν με λόγια προσβλητικά λέγοντας ως επωδό "έχουμε και μικρά παιδιά εδώ, θα έπρεπε να ντρέπεσθε". Τα κουτσομπολιά όμως ανάμεσα στις γυναίκες έδιναν και έπαιρναν. Τότε έμαθα για κάποια κορίτσια που ήρθαν από γειτονικά χωριά για να πάνε στο γυμνάσιο και έμπαζαν στο σπίτι το βράδυ άντρες. Και για κάτι άλλα "αχαρακτήριστα" που τόλμησαν να φορέσουν μίνι. Στη θάλασσα ήμασταν και στις 20 του Ιουλίου το '74. Μια μέρα μουντή. Τη θυμάμαι σαν τώρα. Συννεφόκαμα. Μετά το μπάνιο η μητέρα μας άλειψε νιβέα. Μας έδωσε από ένα κομμάτι ψωμί και μια φέτα ζαμπόν από κονσέρβα και περιμέναμε το λεωφορείο. Πήγα κοντά σε κάτι ψαράδες και τους παρακολουθούσα που έριχναν τις πετονιές. Ξαφνικά ουρλιαχτά και σειρήνες. Ένα αγροτικό με μεγάφωνο γύριζε στους δρόμους και επαναλάμβανε: "Γενική επιστράτευση, όλοι οι άντρες... να παρουσιαστούν..."

"Πόλεμος", έλεγαν αναστατωμένοι οι λουόμενοι και σκουπίζονταν γρήγορα. "Πόλεμος". Το λεωφορείο γέμισε άντρες που έσπευδαν να καταταγούν. Μανάδες, γυναίκες και αδελφές τους αγκάλιαζαν και έκλαιγαν. Πηγαίναμε σημειωτόν και όλο σταματούσαμε και παίρναμε κι άλλους. Μέχρι που ο οδηγός είπε: "Φτάνει. Έχω και μικρά παιδιά στο λεωφορείο. Θα πάθουμε κανένα ατύχημα!" Στο σπίτι δεν βρήκαμε τον πατέρα. Με την υπηρεσία εφάρμοσαν πρόγραμμα διασποράς. Το βράδυ μας ειδοποίησε να μην ανησυχούμε, ότι ήταν καλά.

Δύσκολα χρόνια, αλλά ήμουν ευτυχισμένος. Είχα τους γονείς μου, ένιωθα ασφάλεια. Έπαιζα έξω όλη μέρα. Υπήρχε πολλή φύση και ο αέρας είχε μια μυρωδιά, ένα άρωμα. Ακόμα και το νερό είχε γεύση.

Δεν μπορώ όμως να πω με σιγουριά τι απ' όλα αυτά πλέχτηκε στην ψυχή μου και σαν ζακέτα τη ζεσταίνει, όταν ανατρέχω στις μνήμες ή επισκέπτομαι το Δομοκό.

"Θα αλλάξουν όλα εδώ", μου είπε με χαρά ο ιδιοκτήτης μιας καφετερίας σε κάποια από τις τελευταίες επισκέψεις μου. "Θα μπουν πλάκες, θα γίνει η πλατεία αγνώριστη. Καιρός ήταν, είναι έτσι από το '70".

"Θα είναι πάντα η κεντρική πλατεία του Δομοκού", του απάντησα και έφυγα.


Η φωτογραφία δείχνει ένα παλιό σπίτι στο Δομοκό και την δανείστηκα από τη Μαρία Καραχρήστου