Ένα βιβλίο του π. Δημητρίου Στανιλοάε και γιατί το επιλέξαμε προς έκδοση
της Εύης Βουλγαράκη-Πισίνα
Διακονώντας ως εκδότες το χώρο των γραμμάτων και των τεχνών,
του πολιτισμού γενικότερα, και όλως ιδιαιτέρως του θεολογικού λόγου και
στοχασμού, δεν μπορέσαμε παρά να αντιμετωπίσουμε ως πολύτιμο πετράδι το μικρό,
άγνωστο κείμενο του πατρός Δημητρίου Στανιλοάε, με τίτλο πρωτοτύπου “The Victory of the Cross”, όταν χάρη στην επισήμανση του π.
Βασιλείου Θερμού υπέπεσε για πρώτη φορά στην αντίληψή μας.
Τις αρετές του ίδιου του κειμένου θα
τις επισημάνουμε στη συνέχεια, όπως και τη σημασία του συγγραφέα του για την
ελληνική θεολογική σκέψη.
Προηγουμένως όμως θα ήθελα να κάνω
εισαγωγικά μια παρατήρηση, σχετικά με τους ιστορικούς, πολιτιστικούς και
πνευματικούς δεσμούς που μας συνδέουν με την πατρίδα τού συγγραφέα, τη
Ρουμανία, και γενικότερα τα Βαλκάνια. Όπως είναι γνωστό, η ιστορική μας
διαδρομή είναι σε μεγάλο βαθμό κοινή ήδη από τη ρωμαϊκή περίοδο, εξού και το
κοινό μας ως προς τη ρίζα του όνομα Ρουμάνος και Ρωμιός. Τα δεσμά αυτά
αυξάνονται τη βυζαντινή περίοδο, αλλά ακόμα και την περίοδο της Τουρκοκρατίας,
κατά την οποία όλοι οι ορθόδοξοι βαλκανικοί λαοί υπάγονται σε ένα ρωμαίικο
μιλέτι, υπό την καθοδήγηση και ηγεσία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Εκ
νέου σφυρηλατούνται δεσμοί αίματος με το ξέσπασμα του απελευθερωτικού αγώνα
κατά των οθωμανών κατακτητών, που –ας μην λησμονούμε– τα πρώτα σπαράγματά του
πραγματώνονται στη Μολδοβλαχία, τις λεγόμενες Ηγεμονίες. Μια επίσκεψη στα χώματα
αυτά σημαδεύεται από την παρουσία σημαντικότατων ιστορικών μονών, πολλές από τις
οποίες υπήρξαν προπύργια της επαναστάσεως, όπου έζησαν και αγωνίστηκαν εξέχουσες
προσωπικότητες, ήρωες του επαναστατικού αγώνα.
Εξάλλου, όχι μόνο ένας πολιτισμικός
χαρακτήρας που απορρέει από την κοινή μας ορθόδοξη παράδοση και κληρονομιά,
αλλά και ζητήματα γεωπολιτικής θέσης, γενικότερα θέματα που απασχολούν την ευρωπαϊκή
περιφέρεια, ειδικότερα ερωτήματα που απορρέουν από τη σχέση μας με τη δυτική
Ευρώπη κ.ά. γεννούν έναν πολιτισμό συγγενή, συναφή και κατεξοχήν οικείο.
Και όμως. Παρά την πολιτισμική,
ιστορική και γεωγραφική εγγύτητα, η επαφή μας με τον ρουμανικό λαό και την
πνευματική του παραγωγή δεν είναι αδιαμεσολάβητη. Συνήθως τη γνωρίζουμε –όπως
την παραγωγή των περισσότερων περιφερειακών γλωσσών– μέσω της δυτικής Ευρώπης
και ιδίως της γαλλικής γλώσσας και κουλτούρας.
Ενδεχομένως και ο τεχνητός μας
πολιτικός διαχωρισμός σε ανατολή και δύση, όπου η Ρουμανία υπήχθη στην ανατολική
και εμείς στη δυτική σφαίρα επιρροής, δημιούργησε μια σχάση και ένα κενό
επικοινωνίας που ακόμη δεν έχει πλήρως θεραπευθεί.
Σε κάθε περίπτωση, ειδικότερα σήμερα,
καθώς ενδεχομένως καλούμαστε ή οφείλουμε, ή τυχόν θα αναγκαστούμε εκ των
πραγμάτων να επανεξετάσουμε τις σχέσεις μας με τη δυτική Ευρώπη και τον
πολιτικοοικονομικό συνασπισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ανάγκη της καλλιέργειας
άμεσων και αδιαμεσολάβητων σχέσεων με τις βαλκανικές χώρες και ιδίως με την
πάντα φίλια χώρα της Ρουμανίας καθίσταται σε όλα τα επίπεδα ζωτικής σημασίας.
Γιατί ένα πολιτικό όραμα σαν αυτό του Ρήγα Φερραίου ενδεχομένως να πρέπει να το
θυμηθούμε ενεργότερα και να στηρίξουμε, έστω επιλεκτικά και μερικώς, κάποιες
από τις όψεις του, αν θέλουμε να ισχυροποιήσουμε τη διεθνή σχέση της χώρας μας
και να ξεφύγουμε από μια μονοδιάστατη και εξαρτητική πολιτική που μας
αλυσσοδένει, μας προσδένει ασφυκτικά σε ένα όλο και πιο απροκάλυπτα επεκτατικό
ευρωπαϊκό κέντρο. Σημειώνουμε ασφαλώς ότι η εισήγηση αυτή δεν έχει πολιτικό
χαρακτήρα και δεν προτείνει μια κάποια μονοσήμαντη πολιτική κατεύθυνση, εκτός
από την ανάγκη πολυεπίπεδου σχεδιασμού σε σοβαρό επίπεδο. Για το λόγο αυτό επίσης,
πρωτοβουλίες όπως της Διαβαλκανικής Ομοσπονδίας Ορθοδόξων Νεολαιών και άλλες
διμερείς ή πολυμερείς εκδηλώσεις και διοργανώσεις που συμβάλλουν στη σύσφιξη
των σχέσεων των λαών και των εκκλησιών μας είναι πολύ σημαντικές.
Από τη δική μας πλευρά ειδικότερα, των
εκδόσεων Μαΐστρος, με τις μικρές μας δυνάμεις, καλλιεργούμε με ζήλο τις
διμερείς σχέσεις και ανταλλαγές. Έτσι, σήμερα μεταφράζονται και προσεχώς θα
εκδοθούν στα ρουμανικά βιβλία των εκδόσεων Μαΐστρος, του μακ. Αρχιεπισκόπου
Αλβανίας κ. Αναστάσιου (Γιαννουλάτου), του Ηλία Βουλγαράκη, του π. Αντωνίου Καλλιγέρη
κ. ά. Ενώ από τα ρουμανικά έχει ήδη μεταφραστεί και εκδοθεί το ήδη αναφερθέν
κολοσσιαίας σημασίας έργο του π. Νικολάε Στάινχαρτ, μοναχού στη μονή της
Ροχίας, Το Ημερολόγιο της Ευτυχίας. Παράλληλα,
έχει ολοκληρωθεί η μετάφραση και μένει η επιμέλεια του δεύτερου βιβλίου του π.
Νικολάε Στάινχαρτ, Ο Θεός στον Οποίον λες πως δεν πιστεύεις: Επιστολές προς τον
Βιρτζίλ Γιερούνκα (1967- 1983). Εξάλλου, προχωράει η μετάφραση και άλλων έργων
του Στάινχαρτ. Το 2011 αγοράστηκαν και μεταφράζονται για πρώτη φορά τα δικαιώματα
3 βιβλίων του π. Κλεόπα Ηλία, γνωστού διορατικού γέροντα με μεγάλη απήχηση. Το
σημαντικότερο, ο Οδηγός της Ορθοδόξου Πίστεως, θα εκδοθεί σε
τρεις τόμους, ενώ έπονται και άλλα δύο βιβλία.
Η παρούσα οικονομική κρίση επιβραδύνει δυστυχώς το πρόγραμμα παραγωγής, αλλά
ελπίζουμε και προσπαθούμε σταθερά σε αυτή την κατεύθυνση.
Από τους Ρουμάνους θεολόγους και
στοχαστές δεν θα μπορούσε βέβαια να λείπει ο π. Δημήτριος Στανιλοάε, ο οποίος
άλλωστε είναι η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα, τον οποίον αναπτύξαμε
παραπάνω. Γιατί μεγάλο μέρος του έργου του π. Δημητρίου είναι γνωστό στα
ελληνικά, και μάλιστα κατανεμημένο σε αρκετούς εκδοτικούς οίκους. Εξάλλου,
ευτύχησε να έχει εξαίρετους μεταφραστές,
αλλά όχι πάντα αδιαμεσολάβητες, από τη γλώσσα του πρωτοτύπου μεταφράσεις.
·
Ο Σταυρός και η Χαρά στη Ζωή των Μοναχών, Αθήναι:
Αρχιεπισκοπή Αθηνών, 1973.
·
«Φως Χριστού Φαίνει Πάσι: Δοκίμιο Ορθοδόξου
Φιλοσοφίας» · μτφρ. Ζηνοβία
Δρακοπούλου - Παν. Νέλλας: Εποπτεία 29/1978, σσ. 943-9.
·
Μαξίμου του Ομολογητού, Φιλοσοφικά
καί Θεολογικά Ερωτήματα: «Περί Διαφόρων Αποριών των Αγίων Διονυσίου καί
Γρηγορίου». Εισαγωγή - Σχόλια Δημήτριος Στανιλοάε, μτφρ. Ιγνάτιος Σακαλής,
Αθήνα: Αποστολική Διακονία <Επί τας Πηγάς>, 2002.
Εξάλλου μελετήματα στο έργο του και
μονογραφίες δεν λείπουν:
Από τους τίτλους ήδη διαφαίνονται οι
σημαντικές πτυχές υπό τις οποίες έχει μελετηθεί το έργο του.
Κοντά σε αυτά πρέπει να σημειώσουμε
και την εξαίρετη βιογραφία του μελετητή και μεταφραστή του π. Δημητρίου
Στανιλοάε, π. Κωνσταντίνου Κόμαν, με τον χαρακτηριστικό τίτλο: «Ο Θεολόγος της
Θείας Αγάπης: Ερμηνευτική Προσπάθεια στη Ζωή και το Έργο του π. Δημητρίου
Στανιλοάε». Η βιογραφία αυτή επιλέχθηκε και περιλαμβάνεται στο ανά χείρας
βιβλίο ως Επίμετρο, είναι δε εξαιρετική στη σαφήνεια, συντομία, πληρότητα αλλά
και στο ίδιο το περιεχόμενο και τη σύλληψή της.
Εξάλλου, πρέπει να αναφερθούμε και
στο πολύπλευρο αφιέρωμα του περιοδικού Σύναξη
στον πατέρα Δημήτριο Στανιλοάε, τεύχ. 19, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1986, και στη
συμμετοχή του ιδίου στο συλλογικό τόμο Θεολογία
και Εκκλησία, Αθήναι: Τήνος, 1989.
Πρόκειται λοιπόν για μια μακρόχρονη
γνωριμία του ελληνικού θεολογικού κόσμου και σχέση με τον σπουδαίο θεολόγο και
μεταφραστή της Φιλοκαλίας στα Ρουμανικά, και πολλών άλλων έργων μεταξύ των
οποίων και των παλαμικών συγγραμμάτων. Τον π. Δημήτριο είχα την τύχη να τον γνωρίσω
και προσωπικά τη δεκαετία του 1980.
Οι λόγοι της επιλογής του βιβλίου Η Νίκη του Σταυρού προς έκδοση δεν εξαντλούνται
όμως απλώς στο ότι ως εκδότες δεν θα αφήναμε σε καμία περίπτωση να παραπέσει
ένα ανέκδοτο έργο του πιο αγαπητού μας Ρουμάνου θεολόγου, αλλά σχετίζονται και
με τις πολλές αρετές του συγκεκριμένου έργου.
1.
Η Νίκη του Σταυρού είναι κείμενο διαχρονικής αξίας και
συνάμα αέναης επικαιρότητας.
2.
Ο π. Δημήτριος είχε θεωρητική αλλά
και βιωματική γνώση του αντικειμένου, καθώς ζούσε σε αντίξοα καθεστώτα, όπου για
να πιστεύει κανείς έπρεπε να απαρνηθεί και να θυσιάσει πολλά καθημερινά
πράγματα και να είναι έτοιμος για διώξεις και διωγμούς. Εξάλλου, τη χρονιά που
γράφτηκε το βιβλίο, το 1970, η Ρουμανία συγκλονιζόταν από μεγάλες πλημμύρες και
φυσικές καταστροφές που έφεραν το λαό της στο όριο της απόγνωσης.
3.
Πυρήνας του βιβλίου είναι ομιλία που
εκφωνήθηκε σε οικουμενικό περιβάλλον. Συγκεκριμένα στη γυναικεία μονή της Ενσάρκωσης,
στο χώρο της αγγλικανικής εκκλησίας, στο Φέραρκς κοντά στην Οξφόρδη της
Αγγλίας. Εκεί διέμεινε φιλοξενούμενος ο π. Δημήτριος. Ο διακεκριμένος θεολόγος
καθηγητής και προϊστάμενος του ναού του Καντέρμπουρι Α.Μ. Όλτσιν, προλόγισε την
αγγλική έκδοση και περιγράφει τις ιδιαίτερες συνθήκες αλλά και την απήχηση της
ομιλίας του π. Δημητρίου. Σημειώνουμε ότι ο καθ. Όλτσιν διετέλεσε επί μακρόν
πρόεδρος της αδελφότητας Αγίων Αλβανού και Σεργίου, η οποία καλλιέργησε
ιδιαίτερα τις σχέσεις μεταξύ Αγγλικανών και Ορθοδόξων και με τη φιλορθόδοξη
στάση της απέβη πολλαπλά επωφελής για την Ορθόδοξη κοινότητα στην Αγγλία. Ο
πρόλογος αυτός του καθ. Όλτσιν περιλαμβάνεται στην ελληνική έκδοση στη θέση του
Επιμέτρου, ώστε να προηγηθεί το ίδιο το κείμενο του π. Δημητρίου, που έχει
ενδιαφέρον και απήχηση και πολύ πέραν των ιδιαίτερων συνθηκών τής σύνθεσής του.
4.
Η γραφή του π. Δημητρίου είναι απλή,
καθάρια, μαγευτική. Παραθέτουμε εν προκειμένω τους χαρακτηρισμούς του καθ.
Όλτσιν: «Εδώ έχουμε ένα συνδυασμό μεγάλης απλότητας και ευθύτητας, από τη μια,
με βαθιά αντίληψη και κατανόηση, από την άλλη. Μάθηση και ζωή ενώνονται».
5.
Στη Νίκη του Σταυρού μεταξύ άλλων περιλαμβάνεται και μια μοναδικής
αξίας ανάλυση στο παλαιοδιαθηκικό βιβλίο του Ιώβ, η οποία θα ήταν επαρκής λόγος από μόνη της για να αναδειχθεί
αυτό το έργο. Το κεφάλαιο αυτό πραγματεύεται πώς αντιμετωπίζει ο άνθρωπος το
ζήτημα της αδικίας, του πόνου, της τάσης για ανταρσία προς τον Θεό, τους φίλους
και καλοθελητές… Τι ήταν αυτό που ξεχώρισε τον ίδιο τον Ιώβ... Η ματιά του
συγγραφέα είναι αντισυμβατική και ουσιαστική.
6.
Το βιβλίο εξάλλου απαντά γενικότερα σε
θεμελιώδη ανθρωπολογικά ερωτήματα: Γιατί οι δίκαιοι και καλοί άνθρωποι μοιάζει
συχνά να υποφέρουν περισσότερο, ενώ όσοι αδικούν ανταμείβονται; Γιατί η ζωή
είναι γεμάτη θλίψεις; Μπορεί να βρίσκει κανείς χαρά και νόημα στα βάσανα της
ζωής; Τι είναι χαρά; Η Νίκη του Σταυρού
είναι ένα βιβλίο στοχασμού πάνω στο νόημα της θλίψης με βάση την ανατολική
ορθόδοξη χριστιανική παράδοση.
7.
Το βιβλίο Η Νίκη του Σταυρού δίνει ελπίδα, την οποία χρειαζόμαστε σήμερα όσο
ίσως ποτέ. Ο συγγραφέας δείχνει το δρόμο για μια βιωμένη πίστη στη δύναμη της
αγάπης που ανοίγει τους ορίζοντες του ανθρώπου. Η νίκη του σταυρού καλεί σε μια
μόνιμη αναστάσιμη αισιοδοξία και χαρά, παρά τη χαλεπότητα των καιρών.
Η Νίκη
του Σταυρού συνιστά μια σύγχρονη θεώρηση του ερωτήματος της θεοδικίας. Και
στο σημείο αυτό θα ήθελα να πω λίγα λόγια για το ίδιο το θέμα της θεοδικίας,
δηλαδή κυρίως στο ερώτημα «ίνα τι η οδός ασεβών ευοδούται;»
Το ζήτημα του πόνου και του σταυρού
έχει απασχολήσει πολύ την ανθρώπινη σκέψη και ακόμα περισσότερο την ανθρώπινη
καρδιά. Έχουν υπάρξει ποικίλες αντιμετωπίσεις, τις οποίες με έναν τρόπο κάπως
σχηματοποιημένο θα τις ενέτασσα σε τέσσερις θεμελιώδεις κατηγορίες.
1.
Του μύθου ή του παραμυθιού. Πρόκειται
για μια θεώρηση που είναι συνεκτική της ζωής. Στους αρχαίους μύθους, στα λαϊκά
παραμύθια, στην αρχαία τραγωδία ακόμα και στη λογοτεχνική δημιουργία –μέχρι
κάποιου σημείου της νεωτερικότητας– ο πόνος, η αδικία, η τραγική σύμπτωση,
αποτελούν την κινητήρια δύναμη της ανέλιξης της υπόθεσης, ενώ μετά από ποικίλες
περιπέτειες και ανατροπές η αδικία αποκαθίσταται, ο καλός ήρωας δικαιώνεται και
ο κακός ήρωας αποκαθηλώνεται και τιμωρείται. Είναι προφανές ότι εδώ διακρίνεται
στο βάθος ένα κοσμοείδωλο δομημένο σε ηθικές αρχές. Ο μύθος διαρθρώνει την
προσωπικότητα του παιδιού με άξονες και αξίες. Κινεί την ανθρωπότητα, η οποία
βρίσκεται σε μια πιο αθώα και παιδική της φάση, με σαφή προσανατολισμό, και
γεννά κοινωνίες με εσωτερικό ειρμό και συνοχή. Βεβαίως, από τη σχηματοποιημένη
απλότητα του παραμυθιού μέχρι τις μεγαλειώδεις συνθέσεις των μεγάλων τραγικών
το διάνυσμα είναι μεγάλο, εντούτοις η κατεύθυνση συγγενής. Ο κόσμος διέπεται
από υπέρτατους νόμους και τάξη, και η ισορροπία και αν διασαλεύεται εντέλει
αποκαθίσταται – σε κάθε περίπτωση.
2.
Του ρεαλισμού ή πραγματισμού. Η κατηγορία
αυτή συνδέεται με την πραγματιστική διαπίστωση ότι η ζωή δεν είναι όπως στα
παραμύθια, ότι αδικίες συντελούνται και δεν αποκαθίστανται, ότι συχνά οι άδικοι
άνθρωποι επιπλέουν ενώ οι δίκαιοι υποφέρουν. Αυτή η διαπίστωση-πρόβλημα έχει
οδηγήσει διιστορικά σε πολλές απόπειρες λύσης, πολλές από τις οποίες
εμπεριέχουν υποτακτικά στοιχεία και οδηγούν σε μοιρολατρία, άλλες εξεγερτικά
στοιχεία και οδηγούν σε αμφισβήτηση ή και επανάσταση – κυρίως έναντι του Θεού,
αλλά συχνά και έναντι της κοινωνικής κατάστασης. Άλλοτε πάλι οδηγούν σε απαισιοδοξία
και απογοήτευση. Όλες αυτές οι εκδοχές έχουν γεννήσει ποικίλα ρεύματα στον
κόσμο των ιδεών και των τεχνών. Ιδίως η αίσθηση του κατακερματισμού που ενυπάρχει
στον χώρο της νεωτερικότητας με την ευρεία έννοια, όπως αυτή εκδηλώνεται επί
παραδείγματι στον μοντερνισμό, τον αποδομισμό, τον κυβισμό κ. ά. είναι συνέπεια
αυτής της γείωσης στην πραγματικότητα «όπως είναι», και της συνεπακόλουθης
απογοήτευσης. Ένα ευρύ φάσμα παραπλήσιων θεωρήσεων επισημαίνουν, παρά τις
επιμέρους διαφορές, την πολλαπλότητα της αλήθειας, το στοιχείο του παραλόγου,
την έξαρση του υποκειμενισμού και συχνά την έλλειψη νοήματος.
3.
Της άρνησης της πραγματικότητας διά
της ηθικιστικής έξαρσης. Αναφέρομαι στην άρνηση ανθρώπων να αποδεχθούν την
πραγματικότητα του πόνου μέσω ηθικολογικών κατασκευασμάτων, του τύπου «ο Θεός
τιμωρεί τους κακούς και επιβραβεύει τους αγαθούς». Αυτό διαφέρει από την
πρωταρχική κατηγορία του μύθου, καθόσο την αλλοιώνει ως προς τα κίνητρα και
τους στόχους. Με το σχήμα αυτό, ο άτυχος και δυστυχής άνθρωπος ενοχοποιείται
και περιθωριοποιείται περαιτέρω, ενώ η κοινωνική άνοδος εκλαμβάνεται ως καρπός
μιας ψευδεπίγραφης αρετής. Το αξεπέραστο έργο του Μαξ Βέμπερ, Η Προτεσταντική
Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού, επισημαίνει την ιδιαίτερη σύνδεση
μιας ορισμένης «θεολογίας», κατ’ επέκταση νοοτροπίας, με το πνεύμα μιας
αλόγιστης καπιταλιστικής ανάπτυξης – και εγράφη πολύ προτού περάσουμε στη νεότερη,
καθαρά χρηματιστική φάση του σύγχρονου, παντελώς ανάλγητου καπιταλισμού. Δεν
είναι εξάλλου τυχαία και η αντιμετώπιση της σύγχρονης τραγωδίας που συντελείται
στη χώρα μας από ορισμένους δυτικής προέλευσης εταίρους με όρους ενοχοποίησης
και περαιτέρω τιμωρίας. Δεν πρόκειται για αληθινή απάντηση στο ζήτημα του
πόνου, αλλά για προσχηματική θεώρηση που στόχο έχει τη λήψη του ζητουμένου,
δηλαδή τη δικαίωση του ατόμου, του ιδιώτη ανθρώπου, στο κυνήγι του κέρδους...
4.
Τέταρτη κατηγορία είναι αυτή της αποδοχής
του πόνου, στην προοπτική της αναστάσεως. Πρόκειται για μια παραδοσιακά
ορθόδοξη θεώρηση της ζωής, την οποία τόσο επάξια διακονεί ο π. Δημήτριος
Στανιλοάε σε μια σταυραναστάσιμη προοπτική. Είναι παράλληλα μια θεώρηση που
συγκινεί όλον το χριστιανικό κόσμο, ακόμα και στη Δύση, στο βαθμό που αυτός ο
κόσμος αναζητά με δίψα την ξεχασμένη αλήθεια του. Γιατί δεν μπορεί να είσαι
χριστιανός χωρίς σταυρό, ούτε και χωρίς ανάσταση. Και στις περισσότερες
σύγχρονες αιρέσεις ή ποικίλες εκδοχές του χριστιανισμού συχνά ξεχνιέται ο
σταυρός, που δεν αναλαμβάνουμε να τον σηκώσουμε, στο κλίμα ενός ευπρόσχημου
αστοχριστιανισμού. Λησμονείται όμως και η ανάσταση, είτε στο γενικό κλίμα της
επικράτησης του ορθολογισμού, είτε στο ειδικό κλίμα μιας δήθεν ευσεβείας που
αρέσκεται ιδιαιτέρως στη μιζέρια και την κλαψούρα, και στην πραγματικότητα συγκαλύπτει
έναν αυτάρεσκο σαδομαζοχισμό, ο οποίος τυραννά εαυτούς και αλλήλους.
Έχει κατηγορηθεί η Ορθοδοξία, κυρίως
από κοινωνιολογική σκοπιά, για το σταυρικό της ήθος. Ότι αυτή η ελευθερία από
το οικείο θέλημα, η στάση υπακοής, η έλλειψη κινήτρου να υποτάξουμε τα πράγματα
στη θέλησή μας, η αποδοχή του σταυρού, η χαλαρή φιλοδοξία, οδηγεί τον άνθρωπο
σε απάθεια και την κοινωνία σε τέλμα. Δεν είναι τυχαίο, επισημαίνουν οι
αντιγραφείς του Βέμπερ, σε κακέκτυπη όμως έκδοση, ότι οι Ορθόδοξες χώρες δεν
παρουσιάζουν επιτεύγματα δυτικού τύπου, δηλαδή δεν ξεχύνονται για μια
καπιταλιστική επέκταση, δεν «προοδεύουν», όπως αντιλαμβάνεται κανείς την πρόοδο
στο κλίμα των στερημένων πνεύματος οικονομικοκοινωνικών προδιαγραφών σκέψης
συγκεκριμένου τύπου. Γιατί ευτυχώς σήμερα, έστω και υπό το κράτος των βαρύτατων
συνεπειών του αλόγιστου επεκτατισμού του κεφαλαίου, που καταντά λεηλασία του κοινωνικού
πλούτου και αφανισμός του ανθρώπινου προσώπου, άλλες οικονομικές και κοινωνικές
σχολές σκέψης έρχονται δειλά δειλά στο προσκήνιο. Και ανοίγει μια συζήτηση στην
οποία ο θεολογικός λόγος έχει πολλά να συμβάλει.
Η Νίκη
του Σταυρού πρωτογράφτηκε το 1970. Παρότι το κείμενο αυτό μας ήταν άγνωστο,
η θεολογική του αντίληψη μας ήταν οικεία. Στο πνεύμα αυτού του κειμένου, για
την ακρίβεια, ανδρωθήκαμε θεολογικά. Οφείλω να πω ότι έχουν υπάρξει στιγμές που
έχω έως και αγανακτήσει με αυτή τη θεολογία, όταν –κατά την εκλαΐκευσή της–
αποκτά διαστάσεις μισοκακόμοιρες. Έχουν υπάρξει στιγμές που δίνω μερικώς δίκιο
στους κοινωνιολογικούς επικριτές της Ορθοδοξίας, όταν βλέπω πώς το σταυρικό μας
ήθος γίνεται άλλοθι για μαλθακότητα. Το ίδιο όμως γίνεται και με άλλες
σπουδαίες θεολογικές ιδέες. Για παράδειγμα, η επιστροφή στους Πατέρες γίνεται
άλλοθι για να ξεχάσουμε την ίδια την αγία Γραφή. Η αγάπη στους ασκητές και την
πνευματική ζωή δεν γίνεται άσκηση και μάτωμα στα γόνατα, αλλά άρνηση των
ευθυνών που πηγάζουν από την ελευθερία του ανθρώπινου προσώπου, εκχώρηση της
προσωπικότητας, ανευθυνότητα και σχέση υποτέλειας... Το θεολογικό βίωμα γίνεται
λιθάρι που κάποιοι το πετούν έναντι άλλων, θεωρώντας ότι διακατέχουν το Άγιο
Πνεύμα – και μάλιστα αποκλειστικά. Είναι όμως φανερό ότι στο διάβα της ιστορίας
κάθε λέξη θα τυγχάνει αλλοίωσης, κάθε υψηλή ιδέα θα τυγχάνει εκμετάλλευσης,
κάθε ιδανικό θα συγκαλύπτει ένα βόρβορο όσων δεν θέλουν να αλλάξουν σε τίποτα.
Αλλά και πιο καλόπιστα αν δούμε το θέμα,
πάντα μια ιδέα θα πρέπει να εξισορροπείται από μια άλλη, και έτσι
σχοινοβατούσαν οι Πατέρες στο χώρο της θεολογίας, οριοθετώντας πότε από τη μια
πότε από την άλλη, από εκεί όπου κάθε φορά ξέφευγαν τα πράγματα.
Ξαναβλέποντας σήμερα τη Νίκη του Σταυρού, μπορούμε να χαρούμε τη
θεολογική ισορροπία της σκέψης του π. Δημητρίου Στανιλοάε. Να ανακαλύψουμε ξανά
μια πίστη στην οποία ο Θεός θυσιάζεται, ο Θεός βρίσκεται πάνω στο σταυρό, συμμετέχοντας
στον ανθρώπινο πόνο. Το παράδειγμα αυτό του Θεού που σταυρώνεται, του
Εσταυρωμένου, όπως προσφυώς λέμε, μας δίνει το πνεύμα της λεβεντιάς για την
αντιμετώπιση του πόνου της ζωής. Όμως ο πόνος δεν είναι αυτοσκοπός. Είναι ο
δρόμος για τη μετοχή μας και στην αναστάσιμη ζωή του Χριστού, το αναστάσιμο
Σώμα και Αίμα του Οποίου κοινωνούμε στη θεία Λειτουργία. Για την ακρίβεια είναι
ο μόνος δρόμος, αυτός του σπόρου που πεθαίνει «ίνα πολύν καρπόν φέρει».
Όταν ο σύγχρονος δυτικός πολιτισμός μάς
καλεί σε ένα συνεχές κυνήγι μιας ευτυχίας όλο και πιο άπιαστης, όλο και πιο
απατηλής και απάνθρωπης, ο σταυρός του Χριστού αποκτά ένα άλλο νόημα ως φορέας
της αναστάσεως. Ο Χριστός γίνεται ο πρωτότοκος των νεκρών και το αναστάσιμο φως
καταυγάζει «ουρανόν τε και γη και τα καταχθόνια». Με την πίστη και την αγάπη
γεννιέται μαζί και η ελπίδα...